Στις 6 Μαΐου 1998 η εφημερίδα είχε ολοσέλιδη μία από τις πιο μαγικές φωτογραφίες που έχουν δει τα μάτια μας από τότε που θυμόμαστε τον ΠΑΟΚ. Μεγάλη η ανάλυση, ξεχώριζαν όλα, έβλεπες κάθε πρόσωπο στην κερκίδα του ΣΕΦ, την αγωνία, τον τρόμο, την απορία στις φάτσες τους, αμάν, λες να μπει τώρα και να μας αποκλείσει το Παοκάκι από τους τελικούς, απελπισία, φόρτωμα – μπήκε. Μπήκε, ρε πούστη, μπήκε, γαμώ την πουτάνα μου, τα σπάζαμε όλα, έφευγαν καρέκλες και τασάκια και ποτήρια στους τοίχους, μπήκε, γαμώ την κατάρα μας τόσα χρόνια, πήραμε ένα σουτ εκτός έδρας στο τελευταίο δευτερόλεπτο, σηκωθήκαμε για τρίποντο στην εκπνοή του τελευταίου αγώνα και μπήκε. Μπήκε, ρε μαλάκες – «και τώρα μπορείτε να πά' να γαμηθείτε».
Τέζα το Φάληρο. Κλάμα ο Πέτζα. Κλάμα κι εμείς. Πανηγύρι. Από το καφενείο, τι να κάνεις, δεν μπορούσες να είσαι πάντα εκεί. Είχαμε την καλύτερη ομάδα της Ευρώπης και τη φοβόμασταν, τρέμαμε στις τελευταίες επαναφορές και τις πάσες, τώρα ήρθε η επόμενη γενιά με εκατό κιλά αρχίδια και παίρνει πάνω της το τελευταίο σουτ – και το βάζει έξω από τη γραμμή, κλαπ, πάρ’ το μέσα να με θυμάσαι. Καρτ ποστάλ. Η τελευταία, η ύψιστη στιγμή του παικταρά που έφυγε για να γράψει άλλες ιστορίες, αμερικάνικες. Το αντίο του στην ομάδα και τον κόσμο που τον ντάντεψε, τον μεγάλωσε, τον προστάτευσε, τον έκανε άντρα και τον άφησε να πετάξει. Και πέταξε τόσο ψηλά και τόσο μακριά που δε βρήκε το δρόμο πίσω για τη φωλιά κι έμεινε η πίκρα, όπως η μάνα που καμαρώνει το παιδί της από την τηλεόραση κι αυτό δεν την παίρνει ένα τηλέφωνο να ρωτήσει τι κάνει. Η καρτ ποστάλ μίας ολόκληρης εποχής, το σουτ του Πέτζα στο Φάληρο. Η απόλυτη καύλα. Έστω, από την τιβί, σαν ταινία θρίλερ με χάπι εντ. Να έχεις μια μηχανή του χρόνου και να γυρίσεις εκεί, στα 39΄59΄΄ και να το ξαναζήσεις.