«Τι γράφεις εδώ, μικρούλα; Έξι-εξήντα-έξι; Χα χα χα», άκουσα και γύρισα να δω τι ακριβώς συμβαίνει πίσω απ’ την πλάτη μου, όπου οι μικρές καλλώπιζαν τις μαύρες λαμαρίνες με μωρομάντιλα για να περάσει η ώρα τους μετά το 3-0, καθώς, σύμφωνα με τη Λιλιγκάνα, «στα τρία κερδίζουμε» -όσα ματς είδε στην Τούμπα έληξαν 3-0, όσα ματς βόλεϊ είδε έληξαν στα 3 σετ, οπότε, σου λέει, τρία και τέλος, δεν έχει άλλο. Αυτό είχε γράψει: «666». Την είχα δει να γράφει το όνομά της, να γράφει «ΠΑΟΚ», να ζωγραφίζει σπιτάκια, ένα τρένο, κάτι δέντρα με λουλουδάκια, είχε τελειώσει σχεδόν ένα πακέτο, αλλά το number of the beast ήταν μια κάποια έκπληξη, ειδικά αν το συνδυάσεις με το «ω-ω, Παοκάρα, ω-ω, ομαδάρα, ολέ» που μουρμούριζε ζωγραφίζοντας και μέχρι να κοιμηθεί το βράδυ και, εννοείται, σε όλη τη διαδρομή.
Τη ρώτησα. «Τι νούμερο ήταν αυτό που έγραψες». Σήκωσε τους ώμους και δεν προχώρησε σε λεπτομέρειες. «Έτσι μου ήρθε». Να πεις πως γυρνάω στο σπίτι με το παλιό τζιν μπουφάν με τις κονκάρδες και τα ραφτά των Slayer, να πεις πως ακούμε οικογενειακώς τίποτα διαόλους όπως αυτούς που άκουγα στην εφηβεία μου, να πεις πως έχει γίνει οποιαδήποτε αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα -τίποτα. Θα μας μείνει άλυτο το μυστήριο. Εκτός κι αν μια μέρα (ή νύχτα) ανακαλύψουμε πως η μικρή δεν είναι ένα απλό παιδί, αλλά ο ίδιος ο...