Πουθενά στον κόσμο δεν θα ακουστεί ποτέ πως μια ομάδα «έπαιξε σαν ΠΑΟΚ», όταν η απόδοσή της σε ένα παιχνίδι αγγίξει το τέλειο, ο κόσμος χάρηκε ποδόσφαιρο, φάσεις, γκολ, είδε ντρίμπλες και τακουνάκια και συνδυασμούς στο χορτάρι. Θα πούνε «έπαιξε σαν Μπαρτσελόνα».
Αλλά και πουθενά στον κόσμο δεν θα ακουστεί ποτέ πως ένας οπαδός «αγαπάει σαν οπαδός της Μπαρτσελόνα», όταν κάποιος αγαπάει τόσο παράφορα, τόσο παρανοϊκά, τόσο υπερβατικά, απεριόριστα, καταστροφικά, αυτοκαταστροφικά, αδιανόητα, όταν κάποιος χαρίζει σάρκες απ’ το κορμί του στην ομάδα που αγαπάει, όταν κόβει ένα γεύμα κάθε μέρα για να έχει για εισιτήριο την Κυριακή, όταν ξεκινάει χωρίς φράγκο χίλια χιλιόμετρα για δυο ώρες στο αφιλόξενο πέταλο, όταν είναι έτοιμος να ζήσει την ίδια, επαναλαμβανόμενη κόλαση για να φτάσει ως τον παράδεισο της ασπρόμαυρης κερκίδας και ανυπομονεί να τη ζήσει κάθε φορά, όταν δεν μπορεί να μιλήσει για μέρες επειδή έπρεπε να φωνάξει για λίγα λεπτά, όταν κλαίει όσο δεν έχει κλάψει κι όταν ευτυχεί όσο δεν έχει ευτυχήσει με τίποτε άλλο στη ζωή του για ένα γκολ που χάθηκε ή ένα γκολ που μπήκε, όταν το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να υπάρχει ο ΠΑΟΚ ώστε η ζωή του να είναι υποφερτή, το μόνιμο αναγλητικό του, η πιο συχνή λέξη που χρησιμοποιεί όποτε μιλάει, όποτε τραγουδάει κι όποτε σκέφτεται. Θα πούνε «αγαπάει σαν Παοκτσής».