Ο Στέλιος έψαχνε έναν πιτσιρικά για να βοηθάει στο μάζεμα. Μόλις είχα τελειώσει το Δημοτικό, το μόνο που έκανα όλο το καλοκαίρι ήταν να παίζω μπάλα, με διαλείμματα για καρπούζι και φέτες μερέντα. Είχε ήδη ρωτήσει τον πατέρα μου και μού πρότεινε να πηγαίνω λίγες ώρες το πρωί και λίγες το βράδυ στην ταβέρνα που άνοιγε. «Δεν είναι τίποτα δύσκολο, έλα δούλεψε λίγες μέρες κι άμα σ’ αρέσει κάθεσαι μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία». Δεν έλεγε ψέματα, η δουλειά ήταν πραγματικά εύκολη: Έπαιρνα άδεια μπουκάλια από τα τραπέζια, πήγαινα αναψυκτικά και τα άνοιγα, που με βόλευε ιδιαιτέρως αυτή η περίπτωση επειδή μάζευα συλλεκτικά καπάκια με κόλπα γιογιό που ήταν τότε στη μόδα, τακτοποιούσα τις κάσες με τα κενά, άντε να σέρβιρα από κανένα πιάτο συμπλήρωμα, να βοηθάω τους σερβιτόρους. Δεν θυμάμαι πόσα έπαιρνα τη βραδιά, αλλά θα ήταν κάνα-δυο κατοστάρικα, καλά λεφτά για δωδεκάχρονο στα πασοκικά χρόνια.
Στο καφενείο, ο πατέρας μου είχε συνδρομή σε τρεις καβαλιώτικες εφημερίδες: Την «Πρωινή», τα «Σπορ Της Καβάλας» και μία ακόμα, νομίζω την «Εβδόμη», για να έχουν οι θαμώνες πολύπλευρη ενημέρωση στα διαλείμματα μετά το Μπουρλότ και πριν την Πόκα. Τις διάβαζα όλες -οι μοναδικές εφημερίδες που δεν διάβαζα ήταν η «Αυριανή» που έφερνε ο Ματθαίος και ο «Ελεύθερος Τύπος» που κουβαλούσε ο Ισνάφ, εκτός από την περίοδο που είχαν βάλει τα βυζιά της Μιμής και μαλώνανε πασοκτσήδες και νεοδημοκράτες για τη Μιμή και τον Ανδρέα και τη Μαρίκα και τον Μητσοτάκη, οπότε αναγκάστηκα να τις πάρω στα χέρια μου για να εξετάσω τον λόγο των καυγάδων με τα μάτια μου.
Πρώτη μέρα στην καινούργια δουλειά, μου δείχνει ο Στέλιος τα κατατόπια, εγώ ένιωθα απότομα μεγάλος έτσι που με πήρε από την αλάνα με το ποδόσφαιρο και με έβαλε αμούστακο στην ταβέρνα να έχω ευθύνες, μου εξηγεί τι πρέπει να κάνω, όλα κομπλέ. Βοήθησα να περάσουμε κομμάτια κρέας στα ξυλάκια για τα σουβλάκια της βραδιάς, βάλαμε μπύρες στο βαρέλι με τον πάγο, στρώσαμε τραπέζια, καλά ήταν, σαν παιχνίδι. Με διώξανε το μεσημέρι «να ξεκουραστώ», γύρισα το απόγευμα με το άσπρο πουκαμισάκι, το «καλό», έτοιμος να δουλέψω και με κόσμο, που εκείνο το βράδυ θα κάναμε τα εγκαίνια. Με φωνάζει ο μάγειρας εκεί που έψηνε τα πρώτα μπιφτέκια και μου λέει «Νικόλα, τώρα που έπιασες δουλειά θα πρέπει να κόψεις την Πρωινή». «Εντάξει», του απαντάω.
Πέρασε η βραδιά, όλα καλά. Γέμισε η ταβέρνα, ήρθαν και οι δικοί μου να στηρίξουν τον συγγενή που άνοιγε την επιχείρηση, μπήκε μια σαρανταποδαρούσα στο παντελόνι μου και το κατάλαβα όταν έβγαλα τα ρούχα μου στο σπίτι και την είδα να πετάγεται από το μπατζάκι, αλλά σε γενικές γραμμές μου άρεσε. Ήρθε η δεύτερη βραδιά, η τρίτη, έμεινα κάνα μήνα. Μάζεψα φράγκα για την εποχή. Μια μέρα στο καφενείο, δεν άντεχα άλλο να το σκέφτομαι και να μην καταλαβαίνω, έπιασα τον πατέρα μου και τον ρώτησα τι ψηφίζει ο μάγειρας. «ΠΑΣΟΚ», μου απάντησε καμαρωτά. «Δικός μας είναι, δημοκράτης». Οπότε πέρασα στο παρασύνθημα: «Η Πρωινή ΠΑΣΟΚ δεν είναι, η εφημερίδα»; «Ε, ναι, δημοκρατική εφημερίδα, δικιά μας. Πού κολλάνε όλα αυτά». Του εξήγησα τι συνέβη, δηλαδή που ο μάγειρας μου είχε πει να μην διαβάζω την Πρωινή και, όντως, ούτε αυτός έβγαζε κάποιο συμπέρασμα. Το αφήσαμε έτσι το θέμα.