Είχαμε μπει για τη γέννα από τις επτά το πρωί. Η Ηλέκτρα από τότε μας είχε γραμμένους, δεν έβγαινε με τίποτα κι ας είχε κλείσει εννιά μήνες και δύο μέρες στην κοιλιά της μάνας της. Περιμέναμε. Ο Χρήστος, ο γυναικολόγος μας από πολλά χρόνια πριν, ήταν άνετος. Δική σας είναι η μέρα, όσο χρειαστεί, μην αγχώνεστε. Εγώ είμαι εδώ. Γιατρός μας και φίλος μας.
Είχε πάει απόγευμα. Ενδιάμεσα, παιδιά γεννιούνταν, χαρές, κλάματα, εμείς στην αναμονή. Η Άννα ξάπλα, εγώ δίπλα της. Μια μαία ζήτησε να με διώξουν -ο Χρήστος της είπε δεν χαμπαριάζει αυτός, άσ' τον. Κάποιοι δεν αντέχουν. Λιποθυμάνε. Ανθρώπινο. Κανόνισε, μαλάκα, να πέσεις στο πάτωμα κι αντί να ασχολούμαστε με τη γυναίκα και το παιδί σου να τρέχουμε για σένα. Θα σ' αφήσω να ψοφήσεις.
Έντεκα γέννες είχαν προηγηθεί, ήμασταν, πια, οι τελευταίοι στη Μαιευτική. Έντεκα χαρές και μια λύπη που ήταν σαν έντεκα λύπες μαζί, μια πιτσιρίκα που είχε μάθει από τον γιατρό της εκείνο το μεσημέρι πως δεν θα κάνει ποτέ της παιδιά. Ανατομικό πρόβλημα, δε φταις εσύ, ούτε ο άντρας σου, το σχήμα και κάτι τέτοια, είχε μετατραπεί σε φάντασμα η κοπέλα, τα άκουγα από δίπλα, μέσω της ηχούς από τον άδειο διάδρομο.
Ο Χρήστος ήταν στο καμαράκι των γιατρών. Είχε αρχίσει η μαγεία, η διαστολή, ετοιμαζόμασταν μέσα στην επόμενη ώρα να γεννήσουμε. Συζητούσε με έναν συνάδελφο. Από τη μισάνοιχτη πόρτα ακούσαμε τον άλλο που τον ειρωνευόταν: «Τι την περιμένεις όλη μέρα, ρε μαλάκα, σφάξ' τη να πας στο σπίτι σου». Δεν ακούσαμε την απάντησή του.
Ένα λεπτό μετά, μπήκε στον θάλαμο. Του είπα αμέσως πως τον άκουσα, τον καριόλη, να ξέρει. «Γάμησέ τον», απάντησε, «μην δίνεις σημασία, έχει και χασάπηδες, εσύ έχεις εμένα, συγκεντρώσου». Προσπάθησα να βγω, να δω τη φάτσα του -«ξεκόλλα, άλλη είναι η δουλειά σου τώρα». Το άφησα.
Η δωδέκατη γέννα εκείνης της μέρας, η Ηλέκτρα, ήταν η πρώτη φυσιολογική. Και εύκολη, από όσα είπε η Άννα, εγώ τι να πω, απλώς κοιτούσα το θαύμα. Στην κλινική, η Άννα έκοβε βόλτες και οι υπόλοιπες βογκούσαν από την τομή. Κάποιες όντως έπρεπε να γεννήσουν με Καισαρική, κάποιες μου είπαν πως έτσι ήθελε ο γιατρός. Μισές-μισές.
«Ο δικός σου ο γιατρός είναι φανατικός υπέρ της φυσιολογικής γέννας», μου ψιθύρισε αργότερα κάποια στιγμή η μαία, σαν να μου εμπιστευόταν το ντροπιαστικό μυστικό του. Στη δεύτερη κόρη, έπεσα πάνω στο μεγαλείο του: Τον είδα όπως ξετύλιγε τον λώρο που έπνιγε το παιδί, σαν να είναι το πιο απλό πράγμα του κόσμου. «Γι’ αυτό με πληρώνεις τόσα χρόνια, γι’ αυτήν τη στιγμή», μου είπε γελώντας, σηκώνοντας τη μικρή στα χέρια του. Και στη δεύτερη γέννα το ίδιο, εμείς «φυσιολογικά», όλη η υπόλοιπη κλινική με Καισαρικές.
Ξαναθυμήθηκα τον πουτάνας γιο. Τον «σφάξ’ τη, να πας σπίτι σου, ρε κορόιδο». Τον ρώτησα, θυμάσαι εκείνον που είχε πει... «Έχεις δύο κόρες, ρε μαλάκα. Τράβα να τις μεγαλώσεις και άσε τον πουτάνας γιο να τον τιμωρήσει η ζωή. Κανείς δεν γλιτώνει».