Από την αρχή της σχέσης μας αποφεύγαμε σόγια και γενικώς γνωριμίες με τον κοινωνικό κύκλο του καθενός. Ήμασταν αυτό που ήμασταν, είχαμε γύρω μας τους ανθρώπους που είχαμε, αλλά στο εξής είμαστε οι δυο μας με τους ανθρώπους που θα επιλέξουμε να έχουμε κοντά μας. Αλλά η Στέλλα ήταν η εξαίρεση. «Αυτήν πρέπει να τη γνωρίσεις». Δεν ήθελε να με φέρει σε επαφή με κανέναν από την οικογένειά της, δεν είχα ούτε εγώ κάποια παρόμοια αξίωση. Και κατεβήκαμε Αθήνα με αποκλειστικό σκοπό να γνωρίσω τη Στέλλα, για την οποία είχα ακούσει αμέτρητα όμορφα πράγματα και ανυπομονούσα να τη συναντήσω από κοντά. Θα ήταν η πρώτη φορά που έπρεπε να «προσέχω τι λέω», ήταν ακριβή η Στέλλα και δεν μας έπαιρνε να μην την έχουμε δίπλα μας στη ζωή μας -όντως, μέχρι και σήμερα, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, παραμένει ο πιο κοντινός μας άνθρωπος.
Ο Στέλιος έψαχνε έναν πιτσιρικά για να βοηθάει στο μάζεμα. Μόλις είχα τελειώσει το Δημοτικό, το μόνο που έκανα όλο το καλοκαίρι ήταν να παίζω μπάλα, με διαλείμματα για καρπούζι και φέτες μερέντα. Είχε ήδη ρωτήσει τον πατέρα μου και μού πρότεινε να πηγαίνω λίγες ώρες το πρωί και λίγες το βράδυ στην ταβέρνα που άνοιγε. «Δεν είναι τίποτα δύσκολο, έλα δούλεψε λίγες μέρες κι άμα σ’ αρέσει κάθεσαι μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία». Δεν έλεγε ψέματα, η δουλειά ήταν πραγματικά εύκολη: Έπαιρνα άδεια μπουκάλια από τα τραπέζια, πήγαινα αναψυκτικά και τα άνοιγα, που με βόλευε ιδιαιτέρως αυτή η περίπτωση επειδή μάζευα συλλεκτικά καπάκια με κόλπα γιογιό που ήταν τότε στη μόδα, τακτοποιούσα τις κάσες με τα κενά, άντε να σέρβιρα από κανένα πιάτο συμπλήρωμα, να βοηθάω τους σερβιτόρους. Δεν θυμάμαι πόσα έπαιρνα τη βραδιά, αλλά θα ήταν κάνα-δυο κατοστάρικα, καλά λεφτά για δωδεκάχρονο στα πασοκικά χρόνια.
«Φύγε από ‘δώ, γαμώ το Χριστό σου, γαμώ την Παναγία σου». «Άμα κάνεις μαλακία θα σε σκοτώσω». Ο μπαμπάς και η μαμά, μεσοτοιχία. Ο μικρός, δεν θα είναι τριών, μόνο γρυλίζει. Έχει ένα ψεύτικο όπλο και πυροβολάει όποιον περνάει από την αυλή της πολυκατοικίας, ρίχνοντας σφαίρες με το στόμα: «Μπαμ-μπαμ-μπαμ-μπαμ-μπαμ», συνεχόμενα, σαν αυτόματο. «Είμαι μάγκας», φώναζε προχθές έξω από την εξώπορτα, την οποία χτυπάει κάθε τόσο, έτσι, χωρίς λόγο. Βγήκα μια φορά κι η μάνα του χώθηκε στο διαμέρισμα γυρίζοντας την πλάτη, δεν μου μίλησε. Κάτι κακό θα έκανε πάλι πριν λίγο, του ξαναείπε ο μπαμπάς «γαμώ την Παναγία σου» αλλά αυτός συνέχισε να γελάει.
Έξω από τη Μακεδονίας-Θράκης, στην Αγίου Δημητρίου, ήταν γεμάτο το πεζοδρόμιο με μεταλλικές βιβλιοθήκες. Κάποιες αρκετά σκουριασμένες, οι περισσότερες ασταθείς και ολοφάνερα ξεζουμισμένες από την πολυχρησία, αλλά βρήκαμε δύο που να είχαν τα χαρακτηριστικά που ψάχναμε: Δεν ήταν ετοιμόρροπες και δεν είχαν τρύπες από τη σκουριά. Υποθέταμε πως η τράπεζα έκανε ανακαίνιση, μάλλον. Ή τις είχανε βγάλει για κάποιον λόγο, ίσως να βάψουν τους τοίχους ή να αλλάξουν τη διαρρύθμιση. Σε κάθε περίπτωση, θα τις παίρναμε. Ήταν ξημερώματα, δεν θα μας έβλεπε κανείς -ή, έστω, δεν θα μας έβλεπε κάποιος υπάλληλος της τράπεζας.
Πάντα κατεβαίναμε Αθήνα Σάββατο βράδυ, με το νυχτερινό τρένο που έφτανε ξημερώματα, για να πάρουμε κυριακάτικες εφημερίδες και να κάτσουμε με τις ώρες στο Τσάο, στο Παγκράτι, με κρουασάν και καφέδες ως να μεσημεριάσει. Εκείνο το καλοκαίρι πήγαμε πρώτη φορά για κανονικές διακοπές στην πρωτεύουσα, δύο βδομάδες γεμάτες, ακολουθώντας τη συμβουλή της Στέλλας πως τον Αύγουστο μπορείς να χαρείς την Αθήνα όσο καμία άλλη περίοδο, λείπουνε όλοι, περνάς απέναντι χωρίς να περιμένεις δευτερόλεπτο, άδειοι οι δρόμοι και πηγαίνεις παντού άνετα. Πέσαμε μέσα, αξέχαστο εκείνο το καλοκαίρι του 2002, όλη μέρα βόλτες σε μια πόλη που έμοιαζε ιδανική για να τη ζεις και να την αγαπάς, αν ξεχνούσες πως σε λίγο όλοι θα επέστρεφαν και θα την έκαναν πάλι αφόρητη.
Είχαμε μπει για τη γέννα από τις επτά το πρωί. Η Ηλέκτρα από τότε μας είχε γραμμένους, δεν έβγαινε με τίποτα κι ας είχε κλείσει εννιά μήνες και δύο μέρες στην κοιλιά της μάνας της. Περιμέναμε. Ο Χρήστος, ο γυναικολόγος μας από πολλά χρόνια πριν, ήταν άνετος. Δική σας είναι η μέρα, όσο χρειαστεί, μην αγχώνεστε. Εγώ είμαι εδώ. Γιατρός μας και φίλος μας.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να με κλέβατε, είχα οργανώσει το τέλειο σύστημα», διαμαρτυρόταν με οργή ο γέρος μου και έπιανε την μπύρα αράζοντας πίσω στην καρέκλα του, για να αναπαραστήσει στο μυαλό του το όργιο αστυνόμευσης που είχε σχεδιάσει για να μας ελέγχει. Τριάντα, σχεδόν, χρόνια μετά, η αποκάλυψη τον είχε σοκάρει.
Ήμασταν εκατόν εξήντα άνθρωποι μαζεμένοι στην αυλή και ο νεαρός ανθυπολοχαγός ούρλιαζε για να μας βάλει σε τάξη, πρωί της δεύτερης μέρας στον Στρατό. Είχε περάσει η καταραμένη Δευτέρα της κατάταξης, για την οποία είχα λάβει ένα σωρό οδηγίες αλλά μόνο μία θυμάμαι πια, δηλαδή να πάω νωρίς για να βρω ρούχα και παπούτσια στα μέτρα μου, επειδή τελειώνουν. Αλλά εγώ είχα φτάσει απόγευμα στο Κιλκίς, πήγα πρώτα για καφέ και βόλτα στην πόλη, διάβασα την εφημερίδα για να ξαναζήσω το ιστορικό 3-0 επί του Ιωνικού με τα όργια του Αντόλφο Βαλέντσια που είχα δει την προηγούμενη μέρα στην Τούμπα και έσκασα στην πύλη από τους τελευταίους. Με συνέπεια να φοράω άρβυνούμερο 44 αντί για 46 και να κουτσαίνω επί μέρες, μέχρι να μου βρουν στο νούμερό μου.