Θυμάμαι που ξάπλωνα στο κουπέ, στο άσπρο μαξιλάρι που κουβαλούσαμε παντού μαζί μας επειδή δεν μπορούσα να το αποχωριστώ, σαν την κουβέρτα ασφάλειας του Λάινους, και το έτριβα για να με πάρει ο ύπνος. Κάπου είχε σταματήσει το τρένο, μετά την Αλεξανδρούπολη, λόγω χιονιού. Ο πατέρας μου ρωτούσε τι συνέβη, μας έλεγαν πως θα καθυστερήσουμε ως να καθαριστεί η γραμμή, μετά πονούσε η κοιλιά μου, έκλαιγα, ούρλιαζα, φτάσαμε στο χωριό, με πήγαν στο νοσοκομείο στο Διδυμότειχο και οι γιατροί είπαν πως έπρεπε να μεταφερθώ αμέσως στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι και την επέμβαση, τον γιατρό που μου έκανε αστειάκια για να μην φοβάμαι, τη μετεγχειριτική περίοδο στη Σταυρούπολη, τον καθαρισμό της πληγής με το χαμομήλι. Όλα αυτά όταν ήμουν δύο χρονών, δεν έχω ξεχάσει τίποτα. Αλλά με τα κεφτεδάκια στην πρώτη μας εκδρομή στα Πηγάδια ακόμα δεν έχουμε βρει άκρη τρεις άνθρωποι.
Ο ΤΣ δεν ήθελε να πάει στα Πηγάδια με το καινούργιο του Σουζούκι. Είχε μπει αλαφιασμένος στη δουλειά ένα πρωί, «μαλάκες, διαβάσατε τι έγινε στο νέο γήπεδο της Ξάνθης, ξεκόλλησε μια λαμαρίνα και σκότωσε έναν άνθρωπο». Τι λες τώρα, έγινε τέτοιο πράμα; «Ναι, τραγωδία, ρε φίλε, απίστευτο». Και μας έπιασε θλίψη από την είδηση, αλλά ο ΤΣ το συνέχισε, «δεν ξέρω, αν φεύγουν τόσο εύκολα οι λαμαρίνες απ’ αυτό το γήπεδο εγώ δεν παρκάρω εκεί έξω, να ξεκολλήσει πάλι τίποτα και να μου το γδάρει, καινούργιο αμάξι, δεν παίζει». Αλλά τον πείσαμε τελικά, όχι πως ήθελε πολλά παρακάλια, επειδή ο τεράστιος ΠΑΟΚ του Ρόλφι Φρίνγκερ έμοιαζε ασταμάτητος -μπορεί να είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες από την τελευταία μας νίκη, μπορεί με τον μάγο των πάγκων να είχαμε μόλις μία νίκη σε επτά ματς, μπορεί να προερχόμασταν από την ζεϊμπεκιά του Ατματσίδη, την πεντάρα στο Καραϊσκάκη, το πάρτι του Ογκουνσότο στην Τούμπα και τη βουβή ξεφτίλα στη Νεάπολη, αλλά στα Πηγάδια θα κερδίζαμε, το ξέραμε, ως τότε δεν είχε κερδίσει κανείς στο νέο γήπεδο του Πανόπουλου κι εμείς με τα εγκαίνια ποτέ δεν είχαμε πρόβλημα.
Ξεκινήσαμε εκείνη την παγωμένη Κυριακή, αλλά κάπου στη διαδρομή μας πήρε η μάνα μου. Μόλις έμαθε πως πηγαίνουμε Ξάνθη τρελάθηκε, «θα περάσετε από το χωριό για φαγητό, δεν ακούω τίποτα, δεν θα σας αφήσω να πάτε να τρώτε τις βρομιές που σας ταΐζουν στις καντίνες, θα έρθετε να φάτε και τη σαλάτα σας και τη φέτα σας και το φρέσκο το ψωμάκι από τον φούρνο της γειτονιάς, ξεκινάω τους κεφτέδες». Και έκλεισε το τηλέφωνο μόλις είπε τη λέξη «κεφτέδες» και μετά δεν απαντούσε, κλασικό κόλπο, σου λέει αν θέλουν να πουν «όχι» δεν μπορούν άμα δεν σηκώνω το τηλέφωνο. Συνεπώς, γκάζωσε λίγο παραπάνω ο ΤΣ λόγω της αλλαγής σχεδίων, να προλάβουμε να φάμε τους κεφτέδες πριν το ματς, που είχαμε και να ψάξουμε τα Πηγάδια, δεν ξέραμε πού βρισκόταν το μέρος, πριν την Ξάνθη, μετά την Ξάνθη, βόρεια, νότια, δεν είχαμε ιδέα.
Κάποια στιγμή μπήκαμε σε μια απίστευτη καταιγίδα, μετά την Ασπροβάλτα. Δεν βλέπαμε τίποτα, πηγαίναμε με είκοσι χιλιόμετρα, προσεκτικά. Το συζητήσαμε μεταξύ μας, έτσι που αργούμε καλύτερα να πάμε για τους κεφτέδες μετά το ματς, μην το χάσουμε. Πριν το ματς, μετά το ματς, είπαμε έτσι, είπαμε αλλιώς, κάποτε κάναμε και μια στάση σε ένα προποτζήδικο στη διαδρομή επειδή η Άννα ήθελε να παίξει τους Αρχεντίνος Τζούνιορς που είχε ένα κόλλημα με αυτή την ομάδα αλλά δεν θυμάμαι από πού της είχε σφηνωθεί στο μυαλό, μπήκαμε στο μαγαζί, εκείνη την ώρα που μπήκαμε ο Αγρίτης έβαζε ένα ασύλληπτο γκολ σχεδόν από το κέντρο, έπαιξε στοίχημα η κολλημένη τους Αρχεντίνος Τζούνιορς και το επόμενο πράγμα που θυμόμαστε και οι τρεις είναι το παρκάρισμα έξω από το γήπεδο, που το έβαλε ο ΤΣ πίσω από κάτι βανάκια, ώστε αν ξεκολλήσει πάλι καμιά λαμαρίνα να είναι προστατευμένο. Ούτε πώς φτάσαμε θυμόμαστε, ούτε αν πήγαμε, τελικά, από το χωριό για τους κεφτέδες. Παίχτηκε και μια ιδέα να περάσουμε να τους πάρουμε σε ταπεράκια και να τους φάμε στο γήπεδο ή μετά το γήπεδο, είπαμε πολλά, αρκετές εκδοχές υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα στα σκουριασμένα μυαλά μας, μπορεί και να πήγαμε από της μάνας μου, μπορεί και να μην πήγαμε, δεν θυμόμαστε τίποτα. Μέσα στο γήπεδο βρήκα τον παλιό μου διπλανό, τον Δημήτρη, έκανε κρύο, παγώναμε, φορούσαμε γάντια και με θυμάμαι να σκαρφαλώνω στα κάγκελα με τα γάντια για να αποθεώσω τον ψηλό, τότε, Δημήτρη Σαλπιγγίδη να καρφώνει το 0-2 στο τέλος και να κλαίμε από χαρά για τη δικαίωση, ο Φρίνγκερ, ο εκπορθητής των Πηγαδίων, μας έστελνε στα ουράνια, τεράστια νίκη, από τις 3 Οκτωβρίου ξανακερδίζαμε 28 Νοεμβρίου, ποπό Λαός και τι ομάδα, συγκινητικές, ασύλληπτες στιγμές Παοκτσήδικου μεγαλείου. Αλλά με τους κεφτέδες τι παίχτηκε δεν θα μάθουμε ποτέ. Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε τη μάνα μου να μας πει, αλλά δεν τολμάμε, αν δεν είχαμε περάσει να φάμε και το ξαναθυμηθεί θα γκρινιάζει για μια δεκαετία.