Το καλοκαίρι του 1987 ήταν το τελευταίο μου πριν αποφασίσω να γίνω μέλος της κερκίδας του ΠΑΟΚ, το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, μόλις είχα πάει Γυμνάσιο. Το καλοκαίρι του 1997, φοιτητής, ήταν το ωραιότερο καλοκαίρι κάθε Παοκτσή που είχε ζήσει την αμέσως προηγούμενη πενταετία στα θλιμμένα τσιμέντα της Τούμπας, της Αθήνας και της επαρχίας. Το καλοκαίρι του 2007, μέλος, πλέον, της παραγωγικής διαδικασίας ως μυρμηγκάκι εργατικό σε μια αδίστακτη πολυεθνική, στήθηκα κι εγώ στην ουρά της «επανάστασης», τρώγοντας το πακέτο της αυταπάτης περί αυτοδιαχείρισης και αναγέννησης, το οποίο ήταν ωραίο όσο κράτησε στη φαντασία μας αλλά πόνεσε αβάσταχτα όταν άρχισε να καθαρίζει η ατμόσφαιρα και να βλέπουμε τι είχαμε κάνει. Το καλοκαίρι του 2017 με βρίσκει, πλέον, με δύο παιδιά, κατεστραμμένο οικονομικά όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου, κουρασμένο επειδή έμεινα με λίγους συμμάχους να παλεύω να κρατήσω ζωντανό, εγώ και κάποιοι μετρημένοι ξεροκέφαλοι με γκρίζα μαλλιά, τον ΠΑΟΚ που μας κληροδότησε η αμέσως προηγούμενη γενιά από τη δική μας και να μην προλαβαίνουμε να μετράμε απώλειες. 30 χρόνια στο ασπρόμαυρο σύμπαν. Τρεις δεκαετίες αυτοπροσδιορισμού ως «Παοκτσής» πριν και πάνω από οποιονδήποτε άλλο χαρακτηρισμό. Χιλιάδες μεγαλύτεροι και με πιο πολλά οπαδικά ένσημα από εμένα, ακόμα περισσότεροι νεότεροι και εκκολαπτόμενοι ασπρόμαυροι συνοδοιπόροι, νιώθω πως κάπου εδώ έφτασα στα μισά: Όσα έχω ζήσει τόσα ακόμα έχω να ζήσω στην κερκίδα του ΠΑΟΚ. Πάνω-κάτω. Μένει να δω αν θα είναι το ίδιο συναρπαστικά.
Ο ΠΑΟΚ είναι τα πρόσωπα. Κάθε κουκίδα στις φωτογραφίες της κερκίδας, μία προς μία. Οι παίκτες. Οι προπονητές. Οι παράγοντες. Οι επαγγελματίες που τρέφονται, παρασιτικά ή επικουρικά, από τη λειτουργία της ομάδας. Εγώ, εσύ, εμείς, αυτοί. Ένα τεράστιο ψηφιδωτό όπου ο καθένας έχει τη θέση του, μακριά ή κοντά στον πυρήνα, αιμορραγώντας ή καταπίνοντας σάρκες, χειροκροτώντας ή βρίζοντας.
Δεδομένης της αναγούλας που νιώθω σχεδόν μόνιμα τον τελευταίο καιρό εξαιτίας της «επιτυχίας» που έχει η σελίδα με εύλογη συνέπεια την προσέλκυση κλασικών σχολιαστών αθλητικών ιστοσελίδων και της πιο αηδιαστικής φάρας που έχω συναντήσει στα γήπεδα από τότε που με θυμάμαι, δηλαδή τους κήρυκες συναισθημάτων που σου υπαγορεύουν πώς πρέπει να νιώθεις για καθετί επειδή δεν πάει ο νους τους πόση μαγεία μπορείς να νιώσεις αν κάνεις στην άκρη τα συμπλέγματά σου κι αν αφεθείς να μετατραπείς σε ένας από όλους και όχι να παλεύεις να γίνεις ο ένας πάνω από όλους, θα προσπαθήσω, όλο το καλοκαίρι, να θυμηθώ όλα τα πρόσωπα του δικού μου ψηφιδωτού, του δικού μου ασπρόμαυρου σύμπαντος, ένα προς ένα. Από τα Παοκτσάκια που βρέθηκαν στη διπλανή θέση ενός πούλμαν μέχρι τους εκπροσώπους μας στο χόρτο, το παρκέ, τα γραφεία. Δεν ξέρω τι θα καταφέρω -θα δείξει. Αλλά ποτέ δεν έγινε τίποτα κακό από μια προσπάθεια να διατηρήσεις μνήμες και να δώσεις φόρο τιμής σε όσους γνώρισες στη διαδρομή.
Να με συμπαθάνε κάτι μπερδεμένοι που με θεωρούν ως πηγή ειδήσεων ή επίδοξο χρονικογράφο, αλλά για κάποιο λόγο νιώθω την ανάγκη να επιστρέψω για λίγο στο παρελθόν μου. Για όποιον βαριέται τις ανασκοπήσεις και τις ενδοσκοπήσεις υπάρχει ένα κουμπάκι κάπου στη σελίδα που θα τον γλιτώσει από το μαρτύριο.