Είμαι ο μοναδικός οπαδός στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού που έχει μπει σε γήπεδο με ξυραφάκια, πέντε τον αριθμό, με την έγκριση της αστυνομίας.
Και με δύο μάρτυρες, για να προλάβω τους κακεντρεχείς και τους άπιστους, μία δικιά μας κι ένα σκουλίκι. Στο μοναδικό ματς που συνυπήρχαν μαζί στις κερκίδες Παοκτσήδες, Αρειανοί και Ηρακληδείς (δικοί μας, σκουλίκια και γριές για όποιον δεν καταλαβαίνει την ορολογία).
Εδώ σας θέλω, τι ματς ήταν αυτό. Δευτερεύον το ζήτημα. Είχαμε πάει για ψώνια με τη νυν σύζυγο στο Μασούτη. Τι χρειαζόμασταν για το σπίτι, εκείνα τα ανέμελα χρόνια που δε δίναμε το μισό μισθό για πάμπερς και κρέμες, πήραμε σουπλίν λεβάντα, γιαουρτάκια αγελαδίτσες, ταμπόν, σφουγγαράκι σκοτς-μπράιτ, καφέ, ζάχαρη, φασολάκια, ντομάτες, σέλινο, τα χρειαζούμενα, τέλος πάντων, αλλά και ξυραφάκια ζιλέτ μπλε για βαθύ ξύρισμα που τότε έβγαιναν πέντε χωρίς δώρο. Κανονικοί άνθρωποι, πληρώνουμε στο ταμείο, πάμε και για έναν καφέ στα γρήγορα πριν γυρίσουμε σπίτι με τα ψώνια.
Έρχεται στον καφέ ο φίλος μας ο μεταξοσκώληκας, ο Γ. Ρε σεις, έχει το τάδε ματς στο Παλέ, δεν πάμε; Να πάμε, ρε Γ, καλή ιδέα, δεν το ξέραμε. Ξεκινάμε για το Παλέ, κοντά ήμασταν, φτάνουμε απ’ έξω. Από πού μπαίνουν οι Παοκτσήδες, από πού μπαίνουν οι Αρειανοί, από πού οι γριές. Ρωτάμε έναν αστυνομικό, μας λέει όλοι μαζί, δεν υπάρχει πρόβλημα. Εντάξει, λογικό ήταν, προχωράμε. Ανεβαίνουμε τα σκαλάκια, φτάνουμε στο ψαχτήρι. Εγώ κρατάω δυο σακούλες Μασούτη με τα ψώνια που αναφέρω παραπάνω, όχι ακριβώς αυτά που δε βρίσκω τώρα την απόδειξη από το 1994-1995, αλλά στο περίπου, σίγουρα όμως είχα μέσα τα ξυραφάκια και γι’ αυτόν το λόγο γράφεται η ιστορία.
«Τι είναι αυτό», ρωτάει το όργανο. «Ψώνια, κύριε χωροφύλακα», του λέω εγώ. «Πλάκα μας κάνεις», συνεχίζει το όργανο. «Καθόλου, κύριε αστυνόμε μου, είχαμε πάει για ψώνια και ήρθαμε να δούμε το παιχνίδι, τι να κάνουμε τώρα, πέφτει μακριά το σπίτι να πηγαίναμε να τα αφήναμε, θα χάναμε την έναρξη». Συνθηκολογεί κάπως. «Για να δω», λέει και αρχίζει να ψάχνει. Ταμπόν, σφουγγαράκια, πατατάκια και τα λοιπά δεν τον πειράζουν. Βρίσκει τα ξυραφάκια. «Τι είναι αυτά εδώ»; «Δεν έχετε ξαναδεί ζιλέτ μπλε, κύριε αστυνόμε μου; Διπλή λεπίδα, απίστευτη αίσθηση, να, πιάστε να δείτε τι ξύρισμα κάνουν», λέω και του δείχνω το μάγουλο. Ψέματα, δεν το είπα αυτό, εννοείται, είπα κάτι ας πούμε «τι να είναι, τα ψώνια μας είναι, υπάρχει πρόβλημα»;
Ζορίζεται λίγο, μου λέει «δεν μπορείς να περάσεις ξυραφάκια στο γήπεδο». «Μα τι να τα κάνω τα ξυραφάκια στο γήπεδο, κύριε όργανο, σε ποιον να επιτεθώ; Σήμερα όλοι φίλοι δεν είμαστε; Δεν έχει αντιπάλους σ’ αυτό το παιχνίδι». Λογική η απάντησή μου, τον ξανάβαλε σε σκέψεις. Το συζητάει με άλλους δυο-τρεις, τη βρίσκουν τη λύση. «Πήγαινε κάτω στην κοπέλα στα εισιτήρια, άσε εκεί τις σακούλες και θα τις ξαναπάρεις μετά το ματς». «Α, πολύ ευχαρίστως, κύριε αστυνομικέ, πολύ καλή ιδέα, πάω αμέσως».
Κατεβαίνω πάλι τα σκαλιά, πάω στην κοπέλα. «Α, τι με λες τώρα, εγώ μόλις αρχίσει το ματς το κλείνω το εκδοτήριο, α πα πα πα, δεν γίνεται αυτό να τους πεις. Δε θα κάτσω μέχρι το βράδυ» και τα λοιπά. Μάλιστα. Ανεβαίνω πάλι, του μεταφέρω όσα μου είπε. Κατεβαίνει κάτω το όργανο, προφανώς του λέει τα ίδια, ξανανεβαίνει. Εμείς τώρα τρία άτομα εκεί στην είσοδο με τις σακούλες. Το συζητάνε οι αστυνομικοί, κανονική σύσκεψη. «Λοιπόν», μου λέει τελικά, «θα τα πάρεις μέσα μαζί σου, αλλά πρόσεξε, κακομοίρη μου, αν γίνει οτιδήποτε σε έχουμε σταμπάρει ποιος είσαι».