Ο πιτσιρίκος προχθές δίπλα μου στο αστικό είχε αγχωθεί. Του λέει η κοπέλα μαζί του (αδερφή, ξαδέρφη, θεία) «ρε συ, τι φοβάσαι, φοβούνται οι Παοκτσήδες»;
Δεν έπιασε το κόλπο, συνέχισε να κάθεται σφιγμένος ο μικρός, στη διαδρομή για να του πάρουν αίμα για εξετάσεις. Έτσι πρόχειρα στο μυαλό μου θυμάμαι τρεις φορές που όχι μόνο φοβούνται οι Παοκτσήδες, αλλά κλασαμέντες κανονικά. Για μένα μιλάω, φυσικά, εσείς οι υπόλοιποι μπορεί να είστε ατρόμητοι αθηνών και να μη φοβάστε ποτέ. Δικαίωμα.
Τόσες εκδρομές, τόση αστυνομία, τόσοι δικοί μας επικίνδυνοι, ντου, πέτρες, τρεξίματα, πούλμαν, επαρχία, Αθήνα, Πειραιάς, ηλεκτρικός, ό,τι θες, αλλά οι δύο φορές που πραγματικά μου έφυγε η ψυχή ήταν μετά από ματς στην Τούμπα. Και μια στην Ομόνοια, αλλά εκείνη ήταν για άλλο λόγο, ήταν ψυχολογικό το θέμα. Εντός έδρας, δηλαδή, ήταν τα χειρότερα.
Κάπου στο τρίτο γκολ της γριάς, το 1991 (βλέπω τώρα στο αρχείο μου πως ήταν το ματς μετά τη ρεβάνς στο Βέλγιο με τη Μαλίν), άρχισαν τα «πάμε ρε να τους σπάσουμε το σύνδεσμο στην Παπάφη τις κωλόγριες» και τα σχετικά. Δεν αντεχόταν αυτό το 0-3, ρε κωλόγριες, ήρθαμε να γιορτάσουμε την πρόκριση στην Ευρώπη, τόσες χιλιάδες κόσμος, παίζουμε και καλύτερα από εσάς, τι θέλετε τώρα και μας βάζετε τρία γκολ από το πουθενά, με ποιο δικαίωμα, δηλαδή. Και, όπως είναι λογικό, το ανφέρ της γριάς προκάλεσε γενική αναστάτωση, μαζεύτηκε πριν τη λήξη στο πέταλο ένα μεγάλο μπούγιο και ξεκίνησαν για το σύνδεσμο της γριάς στην Παπάφη.
Για μας από την επαρχία, είτε απέναντι στην Αγιά-Βαρβάρα να ήταν η Παπάφη είτε στη Σίνδο, ένα και το αυτό. Ιδέα δεν είχαμε πού πήγαινε ο λαός. Αλλά γενικώς δε μας έπαιρνε να κάνουμε πολλά-πολλά μετά τα ματς όταν ερχόμασταν Τούμπα με οτοστόπ ή ΚΤΕΛ, 15-16 χρονών, έπρεπε να γυρίζουμε νωρίς να μη μας παίρνουν χαμπάρι οι δικοί μας πως δεν παίζαμε μπάσκετ όλη μέρα στο πάρκο ή Amigaστη σπίτι του Μ, όπως ήταν οι πιο συνηθισμένες δικαιολογίες που λείπαμε από το σπίτι τις Κυριακές. Καμιά ώρα περπάτημα θέλαμε μέχρι το ΚΤΕΛ, άλλες 2-3 ώρες ταξίδι, οπότε έπρεπε με τη λήξη να φεύγουμε αμέσως.
Έτσι, αφήσαμε το μπουλούκι που είχε πάρει το δρόμο για το σύνδεσμο του Ηρακλέους και κόψαμε από Λαμπράκη για να φτάσουμε με τα πόδια στη Λαγκαδά –η μόνη διαδρομή που ξέραμε. Μισό λεπτό, τώρα που έχουμε και την τεχνολογία, να δω πόσα χιλιόμετρα κάναμε με τα πόδια τότε. Επιστρέφω. (τρία λεπτά αργότερα) Έξι χιλιόμετρα λέει. Δηλαδή όταν κάναμε πήγαινε-έλα, κάναμε 12 χιλιόμετρα συν τα χοροπηδητά στην Τούμπα. Θα μου πεις άλλα πνευμόνια, πιτσιρίκια ήμασταν. Πάμε παρακάτω.
Τότε, για να μας διαλύσει η αστυνομία είχαν ένα κόλπο με τους ζητάδες. Έτρεχαν οι ζητάδες με 100 ανάμεσά μας με τις μηχανές, ίου-ίου, έφευγε ο κόσμος δεξιά-αριστερά, έτρεχαν οι άλλοι ζητάδες από αντίθετη κατεύθυνση, πάνω-κάτω, μετά από δέκα δρομολόγια μας έβγαζαν από το δρόμο. Προφανώς κάποιο επιχειρησιακό πρόβλημα θα έβγαλε το σχέδιο κάπου και το σταμάτησαν πλέον, ίσως που καβαλάνε τώρα τις μηχανές δυο-δυο, δεν ξέρω, αλλά τότε αυτό κάνανε. Με τον Ν, αν και δεν είχαμε καμία σχέση με τους επίδοξους καταστροφείς του συνδέσμου, τρέξαμε να μπούμε σε μια άχτιστη οικοδομή, καθώς ναι μεν οι ζητάδες μας έβγαζαν από το δρόμο, αλλά στην άκρη του δρόμου ήταν οι συνάδελφοί τους με τα μαγικά ραβδιά και είχαν αρχίσει τα ταχυδακτυλουργικά στους πιο κοντινούς.
Μπαίνουμε στην οικοδομή, η οποία είναι σε ακτίνα 500 μέτρα από το γήπεδο σε απροσδιόριστη κατεύθυνση. Ψιλοκρυβόμαστε ψιλοαντρίκεια, δηλαδή ναι μεν δε μας βλέπουν, αλλά δεν πάμε και μέσα-μέσα, προσπαθούμε να καταλάβουμε αν έχει τελειώσει το πανηγύρι, να βγούμε και να φύγουμε για ΚΤΕΛ, εμείς οι φιλήσυχοι απλοί φίλαθλοι που τι σχέση να έχουμε με τους χουλιγκάνους. Και βλέπουμε εκεί μέσα από τα τούβλα να έρχονται προς εμάς τα πεζοπόρα τμήματα της αστυνομίας, κάνουμε λίγο πίσω, βρίσκει ο Ν μια τρύπα που μετά είδαμε πως ήταν το μέρος όπου θα έμπαινε το ασανσέρ, όταν θα τη χτίζανε. Σκοτάδι μαύρο. Καβατζωθήκαμε εκεί μέσα μέχρι να περάσει το κακό.
Κι όπως είμαστε χωμένοι στην τρύπα, παρκάρει ένας ζητάς απ’ έξω τη μηχανή. Ακούμε τον ασύρματο, κάτι ασυναρτησίες, «έφυγαν από τα στενά, ανεβείτε στην εκκλησία, έχει κόσμο στη γέφυρα, υποχωρήστε προς Λαμπράκη» κάτι τέτοια, από το μυαλό μου τα βγάζω τώρα, αλλά σ’ αυτό το στιλ. Εμείς μούγκα. Θα φύγει, λέμε, πόσο θα κάτσει εδώ έξω. Και τότε ακούμε τα βήματα. Τακ, τακ, τακ, εμείς στο σκοτάδι, στην τρύπα, ούτε ανάσα, από την άλλη πλευρά του ντουβαριού τακ, τακ, τακ. Ερχόταν. Εμείς καθισμένοι κάτω. Ακόμα και σήμερα τον φαντάζομαι, δύο τακ-τακ ακόμα να έκανε και να μας έβλεπε έτσι χωμένους εκεί μέσα, καθισμένους κάτω στο τσιμέντο της οικοδομής, ανήμπορους, ηττημένους, στο πιάτο. Ιδρώναμε. Χεστήκαμε πάνω μας. Με τον Ν ένα ύψος είμαστε, στο 1,90 και οι δύο, αλλά θα τονε βλέπαμε σα γίγαντα έτσι που ήμασταν διπλωμένοι στο λαγούμι, ωχ, μάνα μου, μετά ακούστηκαν κι άλλα τακ, τακ, τακ, έβαλε μπρος τη μηχανή κι έφυγε. Εκπνεύσαμε. Κλασαμέντες.
Γυρίσαμε στην πόλη το βράδυ, βρεθήκαμε με την παρέα, τι έγινε ρε, είχε σκηνικά μετά; Μπα, είπαμε εμείς, χαμπάρι δεν πήραμε, φύγαμε καρφί με τη λήξη να προλάβουμε το λεωφορείο.
Πολυχρονεμένος
Ο εορτάζων και πολυχρονεμένος Δημήτρης Σαλπιγγίδης έχει πετύχει μέχρι σήμερα 113 γκολ με τη φανέλα τ ...
Read more