Τι να γράψεις για το χθεσινό. Πονάει το κορμί σα να γύρισε από εκδρομή.
Πόσο εκνευριστικό είναι να σε σπρώχνει μία, δύο, τρεις φορές ο Σοφοκλής, να σε στριμώχνει κάτω από το καλάθι και μετά να κάνει βήμα προς τα πίσω και να σου βάζει το άκυρο πλαϊνό σουτ.
Δεν είναι δυνατό να μεταφέρεται γονιδιακά αυτό το πράμα. Κι όμως, κάθε μέρα επαληθεύεται, αυτό το παιδί έχει γεννηθεί με την αύρα των τσιμέντων.
Αυτό το πράμα δεν είναι ΠΑΟΚ. Το χρυσό ντέρμπι της ΙΟΝ είναι. Τα περσινά θρίλερ συνεχίζονται και φέτος, με νέους πρωταγωνιστές, λιγότερο κόσμο, αλλά περισσότερο σασπένς.
Είχαμε περάσει την Κυριακή όπως θα πρέπει να είναι η Κυριακή, με φίλους στο σπίτι, παιδιά να χοροπηδάνε και να τα κάνουνε όλα λίμπα, φραπεδούμπες από το πρωί, τυροπιτάκια, κουβέντα για ΠΑΟΚ ατέρμονη και αδιέξοδη, σ’ εκείνη την αβάσταχτη Παοκτσήδικη λούπα για το ποιος φταίει και τι πρέπει ν’ αλλάξει, μετά κρεατικά, μπινελίκια, σαλάτες, ρετσίνες, πιάσαμε δυόμισι το μεσημέρι και είχαμε γίνει άρχοντες.
Στο δικό μου το μυαλό, το σενάριο ήταν κάπως διαφορετικό. Όχι, δε θα τις έχανε τις βολές ο Βασιλειάδης, θα τις έβαζε και τις δύο. Με εφτά δευτερόλεπτα στο ρολόι, θα μας ισοφάριζε ο Ολυμπιακός με καλάθι και φάουλ.
Ένιωθα τα αγγεία να σπάζουνε μέσα στις κόγχες. Πόσα έχουν αντέξει αυτά τα μάτια, τόσα χρόνια στο γήπεδο, άλλη μια δοκιμασία δεν έλεγε να τελειώσει.
Κάποτε θα γινόταν κι αυτό. Κάποτε θα χάναμε. Έτσι είναι ο αθλητισμός. Η ομαδάρα που κατόρθωσε να κάνει την τρελή πορεία και να φτάσει ως τον ημιτελικό του Κυπέλλου, που είναι πρώτη σε όλη την Ευρώπη δίχως ήττα στον όμιλό της, δεν μπορεί να πρωταγωνιστεί σε όλες τις διοργανώσεις.