Ίσα να κάνεις ένα μπάνιο και να φας μετά τη δουλειά, να φορτωθείς τις βαλίτσες και να τρέξεις ως το σταθμό να προλάβεις το νυχτερινό τρένο, διαπιστώνοντας πως η πόλη είναι άδεια και τη διασχίζεις απ' άκρη σ' άκρη σε δεκαπέντε λεπτά. Φτάνεις νωρίς, ζορίζεσαι μη λιποθυμήσεις από τη νύστα και την αβάσταχτη κούραση στο παγκάκι περιμένοντας την ώρα της αναχώρησης.
Και προσπαθείς να κλείσεις μάτι στο άδειο βαγόνι, το γεμάτο με χρωματιστές λέξεις και κουλτούρες που δεν γιορτάζουν τίποτα τα μεσάνυχτα, αλλά δεν σ' αφήνουν τα θλιβερά φώτα και η εκνευριστική φωνή από τα ηχεία κάθε που πλησιάζεις σε έναν σταθμό. Πλατύ, Κατερίνη, Λάρισα, η αποχώρηση από την αριστερή ή τη δεξιά πλευρά κατά τη φορά της αμαξοστοιχίας, πάνω που δακρύζουν τα μάτια και πάει να σε πάρει ο ύπνος πετάγεσαι ιδρωμένος.
Δοκιμάζεις Deafheaven, δοκιμάζεις Vela Puerca, δοκιμάζεις να δεις Always Sunny, ένα South Park, ένα Shameless, δεν πιάνει τίποτα. Πονάει η μέση, πονάει υπερβολικά για να σου επιτρέψει να βολευτείς και τα αναλγητικά μοιάζουν ανίκανα να σου δώσουν λίγη ανακούφιση έστω για καμιά-δυο ώρες. Ακούς εκείνο το πάντα λυτρωτικό «Παλαιοφάρσαλα» και πιάνεις αυτόματα στον κόρφο σου να σιγουρευτείς πως το πακέτο είναι στη θέση του, ετοιμάζεσαι για το συνηθισμένο πρώτο διάλειμμα του ταξιδιού που αυτήν τη φορά το κάνεις χωρίς να έχεις κοιμηθεί ούτε λεπτό, κατεβαίνεις, ρουφάς τη μυρωδιά του γράσου και της σπίθας στα μέταλλα που ακόμα δεν έχει χαθεί στον αέρα, ανάβεις τσιγάρο και σκέφτεσαι αυτές που σε περιμένουν λίγες ώρες πιο νότια, που έχουν φτάσει μια μέρα νωρίτερα επειδή εσύ έπρεπε να δουλέψεις μια μέρα ακόμα. Κατεβαίνεις για να περάσεις κάτι παραπάνω από ένα εικοσιτετράωρο μαζί τους στην πρωτεύουσα αλλά ξέρεις πως το προτιμάς από το να περάσεις τρεις μέρες μόνος στο σπίτι.
Κοιτάζεις τις ράγες και σου ‘ρχονται ένα-ένα όλα τα ταξίδια σου προς την Αθήνα που πάντα πήγαινες χαρούμενος, γεμάτος ελπίδες και σιγουριά και γυρνούσες με το κεφάλι χαμηλωμένο και το ασπρόμαυρο μπλουζάκι κρυμμένο μέσα στο μπουφάν για να ξεχάσεις την πίκρα που μόλις είχες ζήσει σε κάποιο τσιμέντο της Αττικής. Σκέφτεσαι πως μπορεί να μην ταξιδεύεις για κάποιο ματς αλλά είναι η πρώτη φορά στη ζωή σου που παίρνεις το τρένο για κάτω ως Πρωταθλητής, χαμογελάς ακούσια, νιώθεις το στομάχι να ηρεμεί. Σηκώνεις τα μάτια και βλέπεις τι γράφει έξω από το βαγόνι που σε μεταφέρει, το βαγόνι με το οποίο θα μπεις στην Αθήνα σε λίγες ώρες. Γράφει ακριβώς αυτό που γράφει και το ασπρόμαυρο μπλουζάκι που φοράς, αυτό που έχεις φορέσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Και τα ξεχνάς όλα.