Άκου, ανθρωπάκι που με αποκαλείς «βούλγαρο». Πώς νιώθεις που η ομάδα των «βούλγαρων» είναι η καλύτερη ομάδα της Ελλάδας «σου», πώς κοιμήθηκες τη νύχτα με τη σκέψη πως οι «βούλγαροι» θα μείνουν στην ιστορία ως η καλύτερη ομάδα όλων των εποχών στο Ελληνικό «σου» Πρωτάθλημα;
Άκου, ανθρωπάκι που με αποκαλείς «τούρκο». Πώς νιώθεις που η ομάδα των «τούρκων» είναι η καλύτερη ομάδα της Ελλάδας «σου», πώς κοιμήθηκες τη νύχτα με τη σκέψη πως οι «τούρκοι» θα μείνουν στην ιστορία ως η καλύτερη ομάδα όλων των εποχών στο Ελληνικό «σου» Πρωτάθλημα;
Άκου, ανθρωπάκι που με αποκαλείς «τουρκόσπορο». Πώς νιώθεις που η ομάδα των «τουρκόσπορων» είναι η καλύτερη ομάδα της Ελλάδας «σου» που «μας υποδέχτηκε», πώς κοιμήθηκες τη νύχτα με τη σκέψη πως οι «τουρκόσποροι» θα μείνουν στην ιστορία ως η καλύτερη ομάδα όλων των εποχών στο Ελληνικό «σου» Πρωτάθλημα;
Άκου, ανθρωπάκι που με αποκαλείς «σκοπιανό». Πώς νιώθεις που η ομάδα των «σκοπιανών» είναι η καλύτερη ομάδα της Ελλάδας «σου», πώς κοιμήθηκες τη νύχτα με τη σκέψη πως οι «σκοπιανοί» θα μείνουν στην ιστορία ως η καλύτερη ομάδα όλων των εποχών στο Ελληνικό «σου» Πρωτάθλημα;
Άκου, ανθρωπάκι που με αποκαλείς «φιλοξενούμενο». Πώς νιώθεις που η ομάδα των «φιλοξενούμενων» είναι η καλύτερη ομάδα της Ελλάδας «σου», πώς κοιμήθηκες τη νύχτα με τη σκέψη πως οι «φιλοξενούμενοι» καταχράστηκαν τη φιλοξενία «σου» και θα μείνουν στην ιστορία ως η καλύτερη ομάδα όλων των εποχών στο Ελληνικό «σου» Πρωτάθλημα;
Άκου, ανθρωπάκι που με αποκαλείς «γύφτο». Πώς νιώθεις που η ομάδα των «γύφτων» είναι η καλύτερη ομάδα της Ελλάδας «σου» με τους «καθαρούς» Έλληνες, πώς κοιμήθηκες τη νύχτα με τη σκέψη πως οι «γύφτοι» θα μείνουν στην ιστορία ως η καλύτερη ομάδα όλων των εποχών στο Ελληνικό «σου» Πρωτάθλημα;
Άκου, ανθρωπάκι που με αποκαλείς «ρωσοπόντιο». Πώς νιώθεις που η ομάδα των «ρωσοπόντιων» είναι η καλύτερη ομάδα της Ελλάδας «σου» με τους «καθαρούς» Έλληνες, πώς κοιμήθηκες τη νύχτα με τη σκέψη πως οι «ρωσοπόντιοι» θα μείνουν στην ιστορία ως η καλύτερη ομάδα όλων των εποχών στο Ελληνικό «σου» Πρωτάθλημα;
Άκου, ανθρωπάκι. Στον καιρό που ψάχνουμε το ένα από τα χίλια που μας ενώνουν για να γιορτάζουμε μαζί τις χαρές και τις λύπες μας, που ξερνάμε κακές σκέψεις στους υπονόμους και τρέμουν τα λαρύγγια μας μόνο όταν υμνούμε την αγάπη, το μοναδικό μαγικό πράγμα που θα βρεις από το πρώτο σου κλάμα ως να κλείσεις τα μάτια σου να πολλαπλασιάζεται όταν μοιράζεται με τους άλλους, εσύ ψάχνεις στο μυαλό σου για το ένα που θα μας «χωρίσει», το ένα που νομίζεις πως σε κάνει «ανώτερο», που σε ανεβάζει ένα σκαλί πάνω απ’ το μηδέν σου, το τίποτά σου, τη λάσπη σου, τον θολό σου καθρέφτη, που για να ταιριάξει τη ματιά σου πρέπει να τον σπάσεις σε δέκα κομμάτια.
Άκου, αδερφέ μου. Με λένε «βούλγαρο», με λένε «τούρκο», με λένε «τουρκόσπορο», με λένε «σκοπιανό», με λένε «φιλοξενούμενο», με λένε «γύφτο», με λένε «ρωσοπόντιο», με λένε ΠΑΟΚ, με έφεραν εδώ οι παππούδες μου, βρέθηκα σ’ αυτό τον τόπο όπως βρέθηκες κι εσύ, βρεθήκαμε, ζούμε μαζί, δουλεύουμε μαζί, μορφωνόμαστε μαζί, ερωτευόμαστε μαζί, πεθαίνουμε μαζί και το μόνο που σου ζήτησα ήταν να παίξουμε μαζί λίγη μπάλα. Παίξαμε οργανωμένα εξήντα φορές, κέρδισα τις τρεις, δεν κέρδισα τις πενήντα επτά. Αλλά εγώ έχασα μόνο στην μπάλα. Εσύ χάνεις κάθε πρωί που ξυπνάς. Ξέρνα το μίσος σ’ έναν υπόνομο κι έλα να παίξουμε μπάλα, του χρόνου, για εξηκοστή πρώτη φορά. Αν καταφέρεις να με φωνάξεις και με το κανονικό μου όνομα, ακόμα καλύτερα. Με λένε ΠΑΟΚ. Κερδίζω μία φορά κάθε είκοσι, αλλά δεν χάνω ποτέ.