Πατέρας με δύο κοριτσάκια, εννιά και έξι χρόνων, μία τζαμποσακούλα και δύο χαρταετούς στο 3Κ. Η εννιάχρονη κατεβαίνει πρώτη, πατάει στο πεζοδρόμιο. Πριν κατεβεί ο πατέρας με τη μικρή, κλείνει η πόρτα. Οι χαρταετοί μαγκώνουν στα λάστιχα, κρέμονται οι ουρές τους απ' έξω.
Το κορίτσι, μόνο του, βλέποντας το αστικό να την αφήνει στη στάση και να κλείνει τις πόρτες, αρχίζει να ουρλιάζει. «Μπαμπά»! Η μικρή μέσα από το αστικό ουρλιάζει κι αυτή. «Η αδερφή μου»! Ο πατέρας φωνάζει στον οδηγό. «Άνοιξε την πόρτα»!
Και περνάνε τα δευτερόλεπτα και δεν ανοίγει η πόρτα. Ουρλιαχτά, από έξω, από μέσα, από τους άλλους επιβάτες. Ο πατέρας κλωτσάει την πόρτα φωνάζοντας. Το κορίτσι έξω έχει γεμίσει δάκρυα και σπαράζει. Το κορίτσι μέσα έχει γεμίσει δάκρυα και χτυπάει την πόρτα κι αυτή. «Άνοιξε την πόρτα, ρε ηλίθιε», ακούγεται ένας άλλος επιβάτης, «έχεις αφήσει μόνο του το παιδί». Δέκα δευτερόλεπτα. Δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Είκοσι δευτερόλεπτα. Μια ζωή.
Ανοίγει. Η μεγάλη τρέμει. Η μικρή τρέμει. Ο πατέρας τις αγκαλιάζει. «Είσαι μεγάλος βλάκας», του βγαίνει προς τον οδηγό. Δεν ξεκινάει. Ο πατέρας θέλει να ξανανεβεί στο αστικό, να τον πετάξει από το παράθυρο, αλλά δεν μπορεί. Δεν ξεκινάει. Μένει εκεί. Ποιος ξέρει γιατί. Ίσως να μαλώνει με τους άλλους που τον βρίζουν. Ο πατέρας ξαναζεί, για πολλοστή φορά, μια τραυματική εμπειρία με την ντροπή της πόλης που λέγεται ΟΑΣΘ. Και συμφωνεί -δεν μπορεί να κάνει αλλιώς- με τις κόρες του πως «ποτέ δεν θα ξαναπάρουμε το 3Κ επειδή, μπαμπά, το οδηγεί ένας πολύ κακός άνθρωπος».