Ποτέ δεν είσαι έτοιμος για κάτι τέτοιο. Περιμένεις χιλιάδες απορίες, ασταμάτητες ερωτήσεις για το καθετί, όλη μέρα αλλά και τη νύχτα, εκεί που κοιμάσαι, έρχεται η μία και σου ψιθυρίζει στ’ αυτί «μπαμπά, πώς πήγαινε εκείνο το τραγούδι που έλεγε ο Μανόλο στη Μαρία στην ταινία που είδαμε χθες», ξυπνάς και είναι η άλλη στημένη σαν θρίλερ και σε κοιτάει δίπλα σου ακίνητη, «μπαμπά, τι ώρα είναι τώρα στην Αμερική», την αποχαιρετάς στο σχολείο και σου στέλνει φιλάκια και φωνάζει «τι φαγητό είπες πως έχω» και της φωνάζεις κι εσύ «φασολάδα» και ξαναφωνάζει ρωτώντας «φασολάδα» και λες «ναι, φασολάδα», τρέχει κοντά σου και με γουρλωμένα μάτια απαιτεί ξεκάθαρες απαντήσεις, «όχι φασολάκια, φασολάδα, έτσι»; Αλλά το αποψινό μας έπιασε πρωτοφανώς απροετοίμαστους.
Η Χουλιγκάνα δεν είχε τέτοιες απορίες. Έχει φτάσει σε ύψιστα φιλοσοφικά ερωτήματα περί ζωής και θανάτου, αλλά στο συγκεκριμένο θέμα είχαμε μείνει εκεί στην ασπίδα, που είχαμε κοροϊδέψει παλιότερα μια διμοιρία έξω από το Παλατάκι. Η Λιλιγκάνα, που φαίνεται πως θα γίνει μεγάλο τσακαλάκι και θα μας φτάσει στα όριά μας, μπήκε στο ψαχνό από τα πέντε της χρόνια και μας πέταξε την πετριά πάνω στο χαλαρό του απογευματινού καφέ: Μπαμπά, μαμά, τι είναι «των μπάτσων»; Τι απαντάς. Κοιτάζεις ο ένας τον άλλο, ρουφάς τον καφέ και δεν κάνεις θόρυβο, δεν κινείσαι, δεν μιλάς, μπας και περάσει έτσι. Μπαμπά! Μαμά! Είπα, τι είναι «των μπάτσων»;
Θολώσαμε. Να αρχίσεις να εξηγείς στο παιδί για καταστολή και αυθαιρεσία και βαρβαρότητα; Να πεις τα κλασικά παραδοσιακά πως είναι οι «καλοί» που πιάνουν τους «κακούς»; Να αυτοσχεδιάσεις, που με τη μικρή δεν πιάνουν αυτά, είναι γάτα, σε τσακώνει πως λες παπαριές στην παραμικρή λεπτομέρεια; Τι να κάνεις, φώναζε, απαιτούσε να μάθει τι είναι αυτό «των μπάτσων», πού να το είχε ακούσει, να το είχα πει εγώ, να το είχε πει η μάνα της που όλο κάτι τέτοια πετάει από τα γήπεδα που ξημεροβραδιάζεται; «Πού το άκουσες αυτό, παιδί μου, των μπάτσων»; «Ξέρω πως είναι όργανο, αλλά δεν ξέρω τι είναι των μπάτσων, πείτε μου, θέλω να μάθω». Αποφάσισα να της πω την αλήθεια. «Έλα εδώ να σου εξηγήσει ο μπαμπάς, που έχει και μεγάλη εμπειρία από μπάτσους». Και, όπως το συνηθίζει, ζήτησε και το σχετικό οπτικοακουστικό υλικό. «Να μου το δείξεις κιόλας αυτό το όργανο, το μπάντζο, να δω πώς είναι». Αναστεναγμός, ανακούφιση. Ως το επόμενο.