Τους παρατηρούσα εδώ και καιρό. Στο λεωφορείο, στη δουλειά, στο θέατρο, στη στάση, στην ουρά αναμονής. Στο γήπεδο, τα τελευταία χρόνια. Σκυμμένοι στο κινητό, απομονωμένοι από τον κόσμο, να κουνούν μανιασμένα τους αντίχειρες επί ώρα και, ξαφνικά, σαν να ήταν όλοι τους προγραμματισμένοι, να κάνουν την ίδια κίνηση, να πετάγονται πίσω και με μια γκριμάτσα απογοήτευσης, άλλοτε έκπληξης ή και αγωνίας, να κατεβάζουν τους ώμους και να κοιτούν στο κενό. Άφηναν το κινητό στα πόδια ή την τσέπη και παρέμεναν απαθείς για λίγο, τσεκάροντας κάθε τόσο κάτι στην οθόνη.
Το κλειδί για να λύσω το μυστήριο ήταν η Χουλιγκάνα. Την έβλεπα το καλοκαίρι, στις διακοπές, να παθιάζεται κι αυτή με τον ίδιο τρόπο, σκυμμένη στο τάμπλετ της, να ανεβοκατεβάζει τους αντίχειρες και απότομα να πετάγεται πίσω με μια θλίψη που δεν την είχα ξαναπροσέξει στο πρόσωπό της. «Τι έπαθες», τη ρώτησα μια φορά. «Δεν έχω άλλες ζωές», μου απάντησε και άφησε το τάμπλετ στην άκρη. «Θα ξαναέχω σε είκοσι λεπτά». Σηκώθηκε, πήρε ένα βιβλίο του Ντετέκτιβ Κλουζ, επέστρεψε μετά από είκοσι λεπτά, έπαιξε λίγο, ξανάφυγε κι αυτό συνεχίστηκε ως να πάμε στη θάλασσα.
Άρα όλοι αυτοί οι τύποι τι κάνουν, παίζουν παιχνίδια στο κινητό; Και τελειώνουν οι ζωές κάποια στιγμή και απογοητεύονται; Και περιμένουν να περάσει η ώρα για να ξαναπαίξουν; Τόσος εθισμός και τόσο ξενέρωμα; Άρχισα να πηγαίνω κοντά τους, στο γήπεδο, στο πέταλο. Μόλις εντόπιζα κάποιον να χτυπάει σαν τρελός τους αντίχειρες, πλησίαζα να τσεκάρω. Όλοι έπαιζαν κάτι παιχνίδια που ένωναν τρία ίδια φρούτα ή τρία ίδια μπαλονάκια ή τρία ίδια οτιδήποτε και τα έσκαζαν. Μανιωδώς. Οι περισσότεροι έπαιζαν πριν το παιχνίδι και στο ημίχρονο. Κάποιοι έπιαναν το κινητό στα κόρνερ, τις αλλαγές, τους τραυματισμούς, αλλά υπήρχαν και πραγματικοί παλαβοί που έπαιζαν σε όλο το ματς. Σήκωναν τα μάτια όταν έφτανε μια ομάδα στην περιοχή και ξαναβυθίζονταν μόλις τελείωνε η φάση. Κάθε τόσο, φώναζαν «κάνε καμιά αλλαγή, ρεεε» ή «τι χάλι είναι αυτό σήμερα, εεε».
Πήρα το παιχνίδι που έπαιζε η μικρή και τη ρώτησα τα βασικά. Λεγόταν «Jewel Legend» ή κάπως έτσι, ένωνες τρία ίδια διαμάντια κι αυτό ήταν, είχε κάτι κόλπα με σούπερ δυνάμεις και βόμβες, μου τα εξήγησε με μεγάλη έμφαση σε κάθε λεπτομέρεια, όπως όταν έχει διαβάσει καλά Ιστορία, ας πούμε, και το παίζει μάγκας, «οι Δωριείς κατέβηκαν στη Νότια Ελλάδα και τους έκαναν όλους δούλους, το ήξερες αυτό, μπαμπά»; «Εδώ και τόσες χιλιάδες χρόνια, παιδί μου». Και το πρόβλημά της ήταν το ίδιο με όλους τους παθιασμένους παίκτες αυτών των εφαρμογών που, υποθέτω, δεν ξοδεύουν χρήματα σε κάρτες Google Play για να αγοράζουν ζωές: Η αναμονή.
Είχε πέντε ζωές, μόλις τις έχανε θα έπρεπε να περιμένει είκοσι λεπτά για κάθε ζωή, άρα σε εκατό λεπτά θα ξαναγέμιζε με τις επόμενες πέντε. Της είπα να παίξει. Έπαιξε, τις έχασε σε δέκα λεπτά. Η ώρα ήταν, ας πούμε, πέντε το απόγευμα. Πήρα το τάμπλετ, άλλαξα την ώρα και το έβαλα στις επτά. Οι ζωές ξανάγιναν πέντε. Τις ξανάπαιξε, ενθουσιασμένη. Μόλις τις έχασε πάλι, το έβαλα άλλες δυο ώρες μετά, στις εννιά. Κι αυτό συνεχίστηκε, μέχρι που το τάμπλετ έδειχνε ημερομηνία τρεις μέρες μετά. Ήταν οι τελευταίες μέρες των διακοπών, δεν θα ξανάπαιζε για καιρό, το ευχαριστήθηκε. Καμάρωνε μετά, για το κόλπο που είχε βρει ο μπαμπάς. Εγώ ακόμα αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατό να μην το έχουν σκεφτεί όλοι αυτοί οι μπαγλαμάδες, και κάθονται και παιδεύονται.