Ο μπαμπάς μόλις είχε επιστρέψει από το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλη η κούραση, σχεδόν σκότωμα το ταξίδι, νυχτερινό τρένο ξημερώματα Σαββάτου, νυχτερινό τρένο ξημερώματα Δευτέρας και ενδιάμεσα δύο αγώνες του ΠΑΟΚ, του μοναδικού προορισμού που δεν κουραζόταν ποτέ να κυνηγάει. Είχε πανηγυρίσει τη νίκη επί του Ρεθύμνου στο μπάσκετ, αν και Ρεθεμνιώτης, είχε ξεροψηθεί στην Τούμπα για την έκτη νίκη θαυμάζοντας τον πρωτοπόρο ΠΑΟΚ που μια ζωή είχε μάθει να τον βλέπει στα χαμηλά, είχε γυρίσει με την κλασική του βαλίτσα με τις δυο αλλαξιές, τα πέντε βιβλία και το λάπτοπ τη μισή Ελλάδα σε σαράντα οκτώ ώρες -είχε ξεχάσει το κασκόλ του, αλλά δεν το είχε προσέξει μέχρι που διάβασε αυτό το κείμενο. Πήγε τη Δευτέρα στη δουλειά αγχομαχώντας, νυσταγμένος και πονεμένος από την ταλαιπωρία, αλλά δεν ήθελε να κοιμηθεί. Τον περίμεναν τα παιδιά.
Ο Πάνος είχε πάει το πρωί στο σχολείο, στο κέντρο της Αθήνας, για ακόμα μια φορά καμαρωτός. Ο ΠΑΟΚ ήταν για άλλη μία βδομάδα πρώτος, οι συμμαθητές δεν είχαν τίποτα να του πουν -ο πατέρας του παρακαλάει να μην είναι η χρονιά-εξαίρεση που δεν θα τον κοροϊδεύουν ως «Παοκάκι», όπως συνέβη μ’ αυτόν το 1985 που είχε πάρει ο ΠΑΟΚ το Πρωτάθλημα, όταν είχε την ίδια ηλικία με τον γιο του. Περίμενε τον μπαμπά, ανυπομονούσε τι θα του έφερνε πάλι από τη Θεσσαλονίκη, πάντα κάτι του φέρνει, κάτι ασπρόμαυρο. Είχε ζητήσει στολή του Μάτος κι ο μπαμπάς ζοριζόταν, στην μπουτίκ σε χτυπάει ηλεκτρισμός από τις τιμές, μια στολή κοστίζει όσο τρία μεροκάματα και δεν τον έπαιρνε. Είχε δική του φανέλα Μάτος, αλλά ο μικρός θα έκανε χρόνια να τη φορέσει, επειδή κάθε πατέρας Παοκτσής έχει στολή μεγάλη, αλλά έπρεπε να βρει και μια παιδική. Είχε ψάξει γύρω από την Τούμπα, στους μικροπωλητές, αλλά είχε τελειώσει ο Μάτος και στον έναν που είχε δεν ταίριαζε το μέγεθος. Πήρε διάφορα άλλα, φτηνά πραγματάκια, για να μην επιστρέψει με άδεια χέρια.
Ευχαριστήθηκαν τα παιδιά με τα δώρα κι ο Πάνος, λάμποντας από χαρά, ζήτησε από τον πατέρα του να τον βοηθήσει να μάθει να σχεδιάζει το σήμα του ΠΑΟΚ. Πιάσανε χαρτί και μολύβι, άρχισαν τις μουντζούρες, κάποια στιγμή τα κατάφεραν. Για την ηλικία του, δεν ήταν κι άσχημος ο Δικέφαλος που σχεδίασε ο μικρός, τον επαίνεσε κι ο πατέρας του και τον αγκάλιασε. Φεύγοντας, ο Πάνος φώναξε στον πατέρα του «πού πας, ξέχασες το πιο σημαντικό»! Κι έτρεξε στο δωμάτιό του να φέρει τον υπέροχο Δικέφαλο που είχε ζωγραφίσει. «Θα σου τον κολλήσω με σελοτέιπ στην τσάντα σου, να τον κουβαλάς πάντα μαζί σου», πρότεινε, κι ο πατέρας συμφώνησε, τι πιο όμορφο να γυρνάς στην πόλη με το σχέδιο του παιδιού σου. «Έτοιμο», είπε ο Πάνος κι ο πατέρας του γύρισε να το καμαρώσει. Εκείνη τη στιγμή, κατάλαβε πως είχε ακόμα πολλά να του πει για τον ΠΑΟΚ.