Το αρχείο που περιείχε το αρχικό υλικό από το οποίο θα προέκυπτε το «Μια Εποχή Στο Τσιμέντο» ήταν διπλάσιο σε όγκο από την τελική του μορφή. Αγχωμένος να μην αφήσω απ’ έξω «κάτι σημαντικό», είχα απλώσει σε ένα ογκώδες σύγγραμμα περίπου οκτακοσίων σελίδων ό,τι υπήρχε στο μυαλό μου, με τη σκέψη «θα τα ξεδιαλέξουμε στη συνέχεια». Η διαδικασία της συγγραφής είχε ήδη φτάσει τα σχεδόν τρία χρόνια, έγραφα καθημερινά, όσο επίπονα κι αν ήταν αυτά που έρχονταν στη μνήμη από την εποχή που έζησα προς, από και γύρω από τις κερκίδες τη δεκαετία του ’90, ανακατεύοντας τα ζόρικα με τα ευχάριστα και αυτά που θα ‘θελα να ξεχάσω μ’ αυτά που θα ‘θελα να ζήσω ξανά. Αλλά, όσο εύκολα κυλούσε η γραφή κι όσο γέμιζαν οι σελίδες με λέξεις, αυτό που δεν είχα καμία διάθεση να σκεφτώ, έστω και για μια στιγμή κάνοντας διάλειμμα, ήταν «ο τίτλος». Όπως και με τα μικρά κεφάλαια του βιβλίου, όπου πάντα βάζω μια λέξη που μπορεί να αντικατοπτρίζει το κείμενο που ακολουθεί αλλά μπορεί και όχι, δεν κάθισα ποτέ να περιμένω την έμπνευση για έναν τίτλο που θα περιλάμβανε όλα μαζί τα κείμενα του βιβλίου. Συνεπώς, έβαλα έναν «working title» απλώς για να ονομαστεί κάπως το αρχείο και το έστειλα.
Από την πρώτη μας συνάντηση, ο Άρης ο Μαραγκόπουλος μου έδωσε να καταλάβω πως το βιβλίο θα εκδοθεί στη μορφή που θέλω εγώ να εκδοθεί, θα περιλαμβάνει τα κείμενα που εγώ θέλω να περιλαμβάνει και θα έχει ως τίτλο αυτό που θα επιλέξω εγώ να έχει ως τίτλο. Δηλαδή η πλήρης ελευθερία στην κυριολεξία της. Στην επεξεργασία που ακολούθησε, τα κείμενα δουλεύτηκαν νυχθημερόν, παρέμειναν σχεδόν τα πάντα δίχως εκπτώσεις, αλλά ακολουθώντας συμβουλές και οδηγίες από τους ανθρώπους που βρέθηκαν δίπλα μου εκείνο το διάστημα κατάφερα, με έναν μαγικό, τώρα που το σκέφτομαι, τρόπο, να μειώσω τον όγκο στο μισό. Να το κάνω πιο συμπαγές, να λέει τα ίδια πράγματα με λιγότερες λέξεις, να δυναμώσει κάθε λέξη και να μιλάει για δυο. Το αρχείο πηγαινοερχόταν, διορθωνόταν, μαζευόταν, διαβαζόταν για άλλη μια φορά απ’ την αρχή ως το τέλος, κάτι έλειπε, έμπαινε, κάτι περίσσευε, έβγαινε, πέρασαν μήνες, κάηκαν χιλιάδες τσιγάρα στο αριστερό χέρι όσο το δεξί πάλευε να βρει τους δρόμους ανάμεσα στις λέξεις που θα τυπώνονταν και αυτές που θα θυσιάζονταν ώστε οι συνεργάτες τους να αποδώσουν την ιστορία καλύτερα, και σε όλο αυτό το διάστημα το αρχείο παρέμενε με τον πρώτο, προσωρινό του τίτλο. «Μια μέρα θα σου ‘ρθει χωρίς να το καταλάβεις», έλεγε ο Άρης.
Κι ήρθε ο τίτλος την ώρα που τον έγραφα σε μια παράγραφο που με παίδευε από την αρχή, στην πιο δύσκολη, ίσως, παράγραφο που χρειάστηκε να γράψω για το βιβλίο, εκεί όπου έπρεπε να καταθέσω τα όπλα, να παραδεχθώ πως όλα αυτά τα μεγαλειώδη και τα ηρωικά και τα περιπετειώδη και τα σπουδαία που θυμάμαι να έζησα μόνος μου ή παρέα με τους ασπρόμαυρους συντρόφους της νιότης μου κάποτε έφτασαν σε μια γραμμή που έγραφε «τέλος». Ένα τέλος που έδωσε τη θέση του σε μιαν άλλη αρχή, παρόμοια, συναρπαστική, αλλά μια αρχή που δεν περιλάμβανε, πια, εμένα και όλους τους άλλους σαν εμένα στην πρώτη γραμμή αλλά λίγο πιο πίσω. Το τέλος του βιβλίου και της γενιάς που πρωταγωνιστεί σε αυτό σηματοδοτήθηκε από το τέλος μιας ολόκληρης εποχής και την αρχή της επόμενης κι αν υπήρξε μια λέξη που να χαρακτήριζε την εποχή που τελείωσε μαζί με τον προηγούμενο αιώνα ήταν ο τόπος, το φυσικό περιβάλλον όπου έζησαν και ενηλικιώθηκαν και πέθαναν όσοι βρέθηκαν δίπλα ή παράλληλα μ’ εμένα σ’ αυτή: Το τσιμέντο. Το έστειλα σε όλους: «Μια Εποχή Στο Τσιμέντο, αυτός θα είναι ο τίτλος». Και δεν είπε κανείς τίποτα, συμφώνησαν όλοι μονολεκτικά.