Η ομάδα ήταν στην Αθήνα για κυριακάτικο ματς. Πεντέμισι τα ξημερώματα εκείνης της Κυριακής, ο Αμρ Ουάρντα, με τη συνοδεία δύο ακόμα (Ελλήνων) παικτών του ΠΑΟΚ που βρίσκονταν εκτός αποστολής, διασκέδαζε σε γνωστό μαγαζί στα Λαδάδικα, χωρίς να κρύβεται ή να δείχνει οποιοδήποτε σημάδι ενοχής -χαριεντιζόταν με τους θαμώνες, κορόιδευε αλαζονικά αρειανούς και ηρακλειδείς φωνάζοντας «Άρης, Ηρακλής, Βήτα» και συνέχιζε το γλέντι και το πιώμα με την παρέα του στο κατάμεστο ξενυχτάδικο.
Τρεις μέρες αργότερα ξεκίνησε βασικός και το μοναδικό πράγμα που έκανε όσο έπαιζε ήταν να δίνει την μπάλα στον Μπίσεσβαρ, αδυνατώντας να διανύσει πάνω από δέκα μέτρα κουβαλώντας την μπάλα.
Ο Ουάρντα είναι μία περίπτωση που βρωμούσε από την αρχή. Όπως αρκετές άλλες. Καμία συναίσθηση της Παοκτσήδικης πραγματικότητας, καμιά αντίληψη των προσδοκιών του κόσμου από κάποιον που φοράει τη φανέλα του ΠΑΟΚ. Έμεινε στα χαμόγελα και τα συγχαρίκια των μπεκρήδων που συναντούσε στη νύχτα της πόλης και την ασπίδα των οπαδογράφων σε όποια σχόλια γράφονται εναντίον παικτών του ΠΑΟΚ με αιτιολόγηση την "προστασία της ομάδας από την εσωστρέφεια" και τα συνήθη παπατζιλίκια των δημοσιοσχετιστών. Θα μπορούσε να χτίσει ολόκληρη καριέρα χρόνων με αυτήν τη συμπεριφορά -το περίεργο είναι που βρέθηκε εκτός ομάδας, όχι το αντίθετο.
Από τη μέρα που ανακοινώθηκε η μεταγραφή του προσπαθούσα να καταλάβω τι είδαν σ' αυτό τον παίκτη και μας τον κουβάλησαν. Μέτριος ακόμα και στον Παναιτωλικό, με ελαχιστη προσφορά στο πρώτο μισό της σεζόν που έπαιξε στο Αγρίνιο, αλλά με μια γκολάρα και δηλώσεις Παοκοσύνης στο ματς που έδωσε στην Τούμπα. Έφτανε μόνο αυτό; Μάλλον. Ευτυχώς, φαίνεται πως τον πήραν χαμπάρι νωρίς. Ένα βαρίδι λιγότερο.