Φτάσαμε στου Ζωγράφου. Το σπίτι ήταν μικρό, αλλά το μεγάλωναν, σχεδόν το διπλασίαζαν οι μεγάλοι καθρέφτες στους τοίχους. Έγιναν οι συστάσεις, ήρθαν οι καφέδες και το θυμάμαι που ένιωθα άβολα, δεν έπρεπε να ξεδιπλώσω το ταμπεραμέντο μου, τουλάχιστο στην αρχή. Και πιεζόμουν, να λέω κοινοτοπίες και να επιλέγω κουβέντες για ανώδυνα θέματα, για τον καιρό, την κίνηση και τι όμορφη που είναι η Αθήνα το καλοκαίρι, κάτι που δεν πίστευα πραγματικά επειδή η Αθήνα είναι όμορφη όλο τον χρόνο, αφού πάντα την επισκέπτομαι ως τουρίστας. Κάτσαμε στους καναπέδες, με ρώτησε τα βασικά για τη ζωή μου, πού μεγάλωσα, τι σκοπεύω να κάνω στη ζωή μου, πέρασε η πρώτη κρίσιμη ώρα.
Έπαιζε η τηλεόραση στο φόντο, χωρίς ήχο. Με τον Γιώργο, τον άντρα της που ήρθε κι αυτός στην κουβέντα, έδειχναν να ενδιαφέρονται σοβαρά για το ταίρι που είχε επιλέξει η αγαπημένη ανιψιά της, με κάνανε να νιώσω αρκετά ελεύθερος να είμαι ο εαυτός μου, αν και συνέχιζα να κρατάω μέσα μου τα «επαναστατικά» και τα «περίεργα» που λέω συνήθως και φέρνω τους δικούς μου σε δύσκολες θέσεις, κάτι που αποτελεί και το πιο βασικό μου χαρακτηριστικό, παιδιόθεν. Στην οθόνη εμφανίστηκε μια διαφήμιση μασαζοκαλσόν, που ήταν τότε της μόδας και το παράγγελναν όσες ήθελαν να χάσουν κιλά εύκολα και γρήγορα, το «SLIM», που είχε βερσιόν 1 και βερσιόν 2 και είχε κάνει πλούσιους τους απατεώνες που το εμπορεύονταν. Άρχισα ένα λογύδριο σχετικά με «τις ηλίθιες που τα αγοράζουν, τις τεμπέλες, που αντί να περπατήσουν ως το σούπερ-μάρκετ πηγαίνουν με το αυτοκίνητο φορώντας το μασαζοκαλσόν, που σαβουρώνουν τα βράδια γλυκά και σουβλάκια και κοιμούνται με το μασαζοκαλσόν για να κάψουν τις θερμίδες» και τέτοια. Τελειώνοντας την αγόρευση, η Στέλλα είπε «όντως, δεν κάνει τίποτα, το φοράω τόσο καιρό».