«Έλα, μωράκι. Ναι, μωράκι. Καλά είμαι, μωράκι, μου έλειψες». Αρχικά, μου έκανε εντύπωση η αναντιστοιχία της εμφάνισής του με τη γλύκα του στο τηλέφωνο. Σορτσάκι, γεμάτος τατού στα ξυρισμένα του πόδια, μαύρη μεταλλική μπλούζα, σκουλαρίκι στη μύτη, τεράστια ακουστικά που δεν μπορούσα να καταλάβω τι έπαιζαν επειδή στα δικά μου ακουστικά ο Araya δεν αφήνει περιθώρια ηχητικών παρεμβολών, κουτάκι μπύρας Mythos στο τραπεζάκι της θέσης και αργές γουλιές κάθε τόσο, συνοδευόμενες από έναν αναστεναγμό απόλαυσης ή αηδίας, αναλόγως αν ήταν κρύα ή ζεστή. Λίγο μετά τα είκοσι, κάπου εκεί.
Έβρεχε γυαλιά. Μικροσκοπικά κομμάτια γυαλιού αλλά και μερικά μεγαλύτερα, στο μέγεθος μιας φακής, χρωματιστά τζαμάκια, πράσινα, γαλάζια, διάφανα, χόρευαν στον αέρα κι έπεφταν στην πίστα, στα κεφάλια των χορευτών, στα τραπέζια με τα κρεατικά και τις δεκάδες ρετσίνες, στην μπάντα που έδινε το ρυθμό στο γλέντι εδώ και ώρες. Ως να πάρουν χαμπάρι τι έπεφτε από τον ουρανό, τα πρώτα θύματα σφαλιάριζαν τις πληγές τους πιστεύοντας πως τους τσιμπούσαν κουνούπια, ένα σύνηθες, εκλεκτό κομμάτι τις ντόπιας πανίδας, τα μεταλλαγμένα κουνούπια της Νέας Καρβάλης που βουτούσαν στα χημικά του εργοστασίου λιπασμάτων από τη μία πλευρά του χωριού και ξεπλένονταν στο πετρέλαιο των εγκαταστάσεων από την άλλη και έμοιαζαν απέθαντα, ανίκητα, αναρίθμητα. Μα δεν ήταν κουνούπια -με τέτοιο αεράκι που σήκωσε ξαφνικά, τα κουνούπια που κουβαλούσαν στο σώμα τους περισσότερα χημικά κι από τα εντομοκτόνα δεν μπορούσαν να εκτελέσουν τους τακτικούς τους βομβαρδισμούς. Σήκωσαν όλοι τα κεφάλια προς τον καθαρό, βραδινό καλοκαιριάτικο ουρανό που ζέσταινε το ποντιακό γλέντι και τα κατέβασαν ενοχλημένοι από τα ψήγματα που έπεφταν και τους ενοχλούσαν στα μάτια. Οι τέσσεροι που δεν κοίταξαν ψηλά ήταν οι μοναδικοί που κατάλαβαν. Κι ένας ακόμα, συνένοχος, που συνέχιζε να παίζει τύμπανα αλλά τους έκανε συνωμοτικά νοήματα δείχνοντας με τα φρύδια προς τον ουρανό. Ή, σωστότερα, προς την ταράτσα.
Από την αρχή της σχέσης μας αποφεύγαμε σόγια και γενικώς γνωριμίες με τον κοινωνικό κύκλο του καθενός. Ήμασταν αυτό που ήμασταν, είχαμε γύρω μας τους ανθρώπους που είχαμε, αλλά στο εξής είμαστε οι δυο μας με τους ανθρώπους που θα επιλέξουμε να έχουμε κοντά μας. Αλλά η Στέλλα ήταν η εξαίρεση. «Αυτήν πρέπει να τη γνωρίσεις». Δεν ήθελε να με φέρει σε επαφή με κανέναν από την οικογένειά της, δεν είχα ούτε εγώ κάποια παρόμοια αξίωση. Και κατεβήκαμε Αθήνα με αποκλειστικό σκοπό να γνωρίσω τη Στέλλα, για την οποία είχα ακούσει αμέτρητα όμορφα πράγματα και ανυπομονούσα να τη συναντήσω από κοντά. Θα ήταν η πρώτη φορά που έπρεπε να «προσέχω τι λέω», ήταν ακριβή η Στέλλα και δεν μας έπαιρνε να μην την έχουμε δίπλα μας στη ζωή μας -όντως, μέχρι και σήμερα, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, παραμένει ο πιο κοντινός μας άνθρωπος.
Ο Στέλιος έψαχνε έναν πιτσιρικά για να βοηθάει στο μάζεμα. Μόλις είχα τελειώσει το Δημοτικό, το μόνο που έκανα όλο το καλοκαίρι ήταν να παίζω μπάλα, με διαλείμματα για καρπούζι και φέτες μερέντα. Είχε ήδη ρωτήσει τον πατέρα μου και μού πρότεινε να πηγαίνω λίγες ώρες το πρωί και λίγες το βράδυ στην ταβέρνα που άνοιγε. «Δεν είναι τίποτα δύσκολο, έλα δούλεψε λίγες μέρες κι άμα σ’ αρέσει κάθεσαι μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία». Δεν έλεγε ψέματα, η δουλειά ήταν πραγματικά εύκολη: Έπαιρνα άδεια μπουκάλια από τα τραπέζια, πήγαινα αναψυκτικά και τα άνοιγα, που με βόλευε ιδιαιτέρως αυτή η περίπτωση επειδή μάζευα συλλεκτικά καπάκια με κόλπα γιογιό που ήταν τότε στη μόδα, τακτοποιούσα τις κάσες με τα κενά, άντε να σέρβιρα από κανένα πιάτο συμπλήρωμα, να βοηθάω τους σερβιτόρους. Δεν θυμάμαι πόσα έπαιρνα τη βραδιά, αλλά θα ήταν κάνα-δυο κατοστάρικα, καλά λεφτά για δωδεκάχρονο στα πασοκικά χρόνια.
«Φύγε από ‘δώ, γαμώ το Χριστό σου, γαμώ την Παναγία σου». «Άμα κάνεις μαλακία θα σε σκοτώσω». Ο μπαμπάς και η μαμά, μεσοτοιχία. Ο μικρός, δεν θα είναι τριών, μόνο γρυλίζει. Έχει ένα ψεύτικο όπλο και πυροβολάει όποιον περνάει από την αυλή της πολυκατοικίας, ρίχνοντας σφαίρες με το στόμα: «Μπαμ-μπαμ-μπαμ-μπαμ-μπαμ», συνεχόμενα, σαν αυτόματο. «Είμαι μάγκας», φώναζε προχθές έξω από την εξώπορτα, την οποία χτυπάει κάθε τόσο, έτσι, χωρίς λόγο. Βγήκα μια φορά κι η μάνα του χώθηκε στο διαμέρισμα γυρίζοντας την πλάτη, δεν μου μίλησε. Κάτι κακό θα έκανε πάλι πριν λίγο, του ξαναείπε ο μπαμπάς «γαμώ την Παναγία σου» αλλά αυτός συνέχισε να γελάει.
Έξω από τη Μακεδονίας-Θράκης, στην Αγίου Δημητρίου, ήταν γεμάτο το πεζοδρόμιο με μεταλλικές βιβλιοθήκες. Κάποιες αρκετά σκουριασμένες, οι περισσότερες ασταθείς και ολοφάνερα ξεζουμισμένες από την πολυχρησία, αλλά βρήκαμε δύο που να είχαν τα χαρακτηριστικά που ψάχναμε: Δεν ήταν ετοιμόρροπες και δεν είχαν τρύπες από τη σκουριά. Υποθέταμε πως η τράπεζα έκανε ανακαίνιση, μάλλον. Ή τις είχανε βγάλει για κάποιον λόγο, ίσως να βάψουν τους τοίχους ή να αλλάξουν τη διαρρύθμιση. Σε κάθε περίπτωση, θα τις παίρναμε. Ήταν ξημερώματα, δεν θα μας έβλεπε κανείς -ή, έστω, δεν θα μας έβλεπε κάποιος υπάλληλος της τράπεζας.
Πάντα κατεβαίναμε Αθήνα Σάββατο βράδυ, με το νυχτερινό τρένο που έφτανε ξημερώματα, για να πάρουμε κυριακάτικες εφημερίδες και να κάτσουμε με τις ώρες στο Τσάο, στο Παγκράτι, με κρουασάν και καφέδες ως να μεσημεριάσει. Εκείνο το καλοκαίρι πήγαμε πρώτη φορά για κανονικές διακοπές στην πρωτεύουσα, δύο βδομάδες γεμάτες, ακολουθώντας τη συμβουλή της Στέλλας πως τον Αύγουστο μπορείς να χαρείς την Αθήνα όσο καμία άλλη περίοδο, λείπουνε όλοι, περνάς απέναντι χωρίς να περιμένεις δευτερόλεπτο, άδειοι οι δρόμοι και πηγαίνεις παντού άνετα. Πέσαμε μέσα, αξέχαστο εκείνο το καλοκαίρι του 2002, όλη μέρα βόλτες σε μια πόλη που έμοιαζε ιδανική για να τη ζεις και να την αγαπάς, αν ξεχνούσες πως σε λίγο όλοι θα επέστρεφαν και θα την έκαναν πάλι αφόρητη.
Είχαμε μπει για τη γέννα από τις επτά το πρωί. Η Ηλέκτρα από τότε μας είχε γραμμένους, δεν έβγαινε με τίποτα κι ας είχε κλείσει εννιά μήνες και δύο μέρες στην κοιλιά της μάνας της. Περιμέναμε. Ο Χρήστος, ο γυναικολόγος μας από πολλά χρόνια πριν, ήταν άνετος. Δική σας είναι η μέρα, όσο χρειαστεί, μην αγχώνεστε. Εγώ είμαι εδώ. Γιατρός μας και φίλος μας.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να με κλέβατε, είχα οργανώσει το τέλειο σύστημα», διαμαρτυρόταν με οργή ο γέρος μου και έπιανε την μπύρα αράζοντας πίσω στην καρέκλα του, για να αναπαραστήσει στο μυαλό του το όργιο αστυνόμευσης που είχε σχεδιάσει για να μας ελέγχει. Τριάντα, σχεδόν, χρόνια μετά, η αποκάλυψη τον είχε σοκάρει.
Ήμασταν εκατόν εξήντα άνθρωποι μαζεμένοι στην αυλή και ο νεαρός ανθυπολοχαγός ούρλιαζε για να μας βάλει σε τάξη, πρωί της δεύτερης μέρας στον Στρατό. Είχε περάσει η καταραμένη Δευτέρα της κατάταξης, για την οποία είχα λάβει ένα σωρό οδηγίες αλλά μόνο μία θυμάμαι πια, δηλαδή να πάω νωρίς για να βρω ρούχα και παπούτσια στα μέτρα μου, επειδή τελειώνουν. Αλλά εγώ είχα φτάσει απόγευμα στο Κιλκίς, πήγα πρώτα για καφέ και βόλτα στην πόλη, διάβασα την εφημερίδα για να ξαναζήσω το ιστορικό 3-0 επί του Ιωνικού με τα όργια του Αντόλφο Βαλέντσια που είχα δει την προηγούμενη μέρα στην Τούμπα και έσκασα στην πύλη από τους τελευταίους. Με συνέπεια να φοράω άρβυνούμερο 44 αντί για 46 και να κουτσαίνω επί μέρες, μέχρι να μου βρουν στο νούμερό μου.
Ήμουν ο πιο ενημερωμένος άνθρωπος στον μικρόκοσμο των Θεσσαλονικιών κολλημένων με την κινηματογραφική μουσική. Δεν υπήρχε ακόμα το ίντερνετ στη σημερινή του μορφή, να βρίσκεις τα πάντα με μία-δυο λέξεις στο Google, οπότε η γνώση ήταν προαπαιτούμενο για να τα βάλεις με τους πελάτες που αγόραζαν σάουντρακ και ζητούσαν ό,τι μπορείς να φανταστείς, από την πρώτη ταινία που φτιάχτηκε ποτέ μέχρι τα τελευταία μπλοκμπάστερ που παίζονταν στα σινεμά.
Με είχε συγκινήσει ο μπαγάσας. «Τέλος, δεν ξαναπάω στο κυνήγι ποτέ». Δυσκολευόταν με τη διήγηση του τελευταίου του Σαββατοκύριακου στο βουνό και η φωνή του έσπαζε όταν έφτανε στο τέλος: «Πήγα κοντά και το είδα να κλαίει όπως ξεψυχούσε. Αυτό ήταν, δεν ξαναπιάνω όπλο». Κι αποφάσισε ο πατέρας μου να σταματήσει το κυνήγι για πάντα, αυτός που περισσότερες ώρες περνούσε στο βουνό παρά στον κανονικό κόσμο, ζωσμένος φυσεκλίκια στα χακί του ρούχα και εφοδιασμένος, όπως όλη η παρέα του, με τροφή για κάνα-δυο χρόνια.
Ο κτελατζής κοιτούσε απεγνωσμένος τα μπαγάζια μας με τα χέρια στη μέση και έπαιζε τέτρις με τα μάτια του πώς θα τα χωρέσει όλα αυτά στον χώρο των αποσκευών.
Η μάνα μου γκρίνιαζε επειδή ο Μπούμπης ήταν γεμάτος τσιμπούρια κι έλεγε να μην τον χαϊδεύουμε, αλλά κάθε μέρα έδινε αποφάγια για να τον ταΐζω. Ήταν σκυλί σπάνιας ράτσας, διασταύρωση άσπρου αδέσποτου με μαύρο αδέσποτο, ένας ασπρόμαυρος σκύλος-αρκούδος, με τα πιο ηλίθια μάτια που είχα δει στη ζωή μου και τη γλώσσα μόνιμα να κρέμεται ανάμεσα στα δόντια.
Με το που μπήκαμε στο βραδινό τρένο, πριν κάτσουμε στο κουπέ, μας ρώτησε αν είμαστε από Θεσσαλονίκη. Είπαμε «ναι» με την Άννα κι αμέσως έκανε την επόμενη ερώτηση, δηλαδή αν ξέρουμε «έναν Σάκη, φοιτητή». Δεν τον ξέραμε.
«Ρε καραγκιόζη, πλάκα μας κάνεις», σκέφτηκε φωναχτά η Άννα μόλις μπήκε στην κουζίνα. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, θεώρησα πως αναφερόταν σ’ εμένα, αν και δεν με είχε συνηθίσει σε τέτοια φρασεολογία. «Τι έπαθες πάλι», φώναξα από το γραφείο, όπου είχα βιδωθεί με το φρέσκο «Κεφάλι Γεμάτο Χρυσάφι» επί μέρες και σηκωνόμουν μόνο για τουαλέτα και περίπτερο.